Μερικές διευκρινισεισ για τον καπιταλισμό, το κεφάλαιο, την κεφαλαιοποιημενη κοινωνια

από Temps critiques

Μεταφραστής: : Panagiotis Kokkinis

Όλες οι εκδόσεις αυτού του άρθρου [Deutsch] [ελληνικά] [français]

Η αξια ως αναπαρασταση

Μέχρι την 1 η χιλιετία π.Χ., περίπου η ενσωμάτωση της οικονομίας και των θεσμών της αγοράς δεν υπάρχει στις ανθρώπινες κοινωνίες. Από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα, η εργασία εξακολουθεί να είναι μια υπηρεσία συνδεδεμένη με ένα στάτους και συνήθως μια χαμηλότερη κοινωνική θέση. Η οικιακή οικονομία είναι μια τέχνη της δαπάνης για την ικανοποίηση των σταθερών ατομικών αναγκών.

Η οικονομία αυτονομήθηκε από την οικιακή δραστηριότητα, γεγονός το οποίο δεν έγινε σε μια στιγμή (οικονόμος σημαίνει τη διαχείριση του οίκου), από μια διπλή κίνηση της αφαίρεσης της κοινωνικής αμεσότητας και του διαχωρισμού των διαφόρων δραστηριοτήτων που θέτουν τα θεμέλια της εργασίας και των ανταλλαγών έξω από το συμβολικό τους πλαίσιο, την ιδιοκτησία. Όλα αυτά γίνονται μέσω μιας διαδικασίας που βλέπει τα «φρούτα» να μεταμορφώνονται σε προϊόντα που δεν πέφτουν από ένα κέρας της αφθονίας, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας (εργασία), η οποία διαχωρίζεται από την απόλαυση από την ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο θεσμός της τελευταίας έχει ένα χαρακτήρα νομικό και πολιτικό που προϋποθέτει για την νομιμοποίησή του την παρέμβαση ενός κράτους, το οποίο θα βρει στην συνέχεια στην συσσώρευση του πλεονάσματος του πλούτου την υλική βάση για την άσκηση της εξουσίας του. Αλλά δεν είναι αυτός ο πλούτος που χρησιμοποιείται ως βάση για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, το οποίο θα απαιτούσε την προηγούμενη μεταμόρφωση των προϊόντων σε εμπορεύματα, υπό τον όρο ότι τα χρήματα γίνονται κεφάλαιο. Εξακολουθεί να είναι η κατανάλωσης πολυτέλειας ή η αποθησαύριση. Η αύξηση του πλούτου κατέστη δυνατή στα κράτη-αυτοκρατορίες της Μεσοποταμίας τον viii ο αιώνα Π.Χ. (συγκεκριμένα στη Λυδία) από την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου και με την υποδούλωση μιας τάξης ανθρώπων, των σκλάβων, με καθήκοντα που αυτή η συσσώρευση απαιτούσε.

Αυτή η πρώτη ενεργοποίηση της λειτουργίας της αξίας επεκτάθηκε και ενισχύθηκε από τις ελληνικές πόλεις-κράτη. Όμως, μια τέτοια κίνηση αυτονόμησης και αφηρημενοποίησης της αξίας που έτεινε προς το σχηματισμό ενός χρηματικού κεφαλαίου, απειλεί τη συνοχή της κοινότητας που εξακολουθεί να βασίζεται στην τοπική οικονομία στην οποία δεν υπήρχαν παρά μόνο σταθερές «αξίες». Θα έπρεπε λοιπόν η Πόλη να ελέγξει αυτό το χρηματικό κεφάλαιο, για να μην αφεθεί ελεύθερη η πορεία αξιοποίησης των χρημάτων. Ως εκ τούτου, ο πολιτικός συμβιβασμός που αναπτύχθηκε από τον Αριστοτέλη στην χρηματιστική του: η διοίκηση της κοινότητας μπορεί να χρησιμοποιεί τα χρήματα για να εξασφαλίσει ζωτικής σημασίας ανταλλαγές και τη συνέχειά της, αλλά η συσσώρευση χρημάτων για τα χρήματα (οικονομικό κέρδος) είναι λάθος, διότι δημιουργεί μια κοινωνική ανισορροπία στην Πόλη και απειλεί την συμβίωση των πολιτών. Η οικονομία δεν θα πρέπει να κυριαρχεί στην πολιτική, ηθική και φιλοσοφία. Η ιδέα αυτή πάρθηκε από τον Θωμά Ακινάτη, στον Μεσαίωνα, για τον οποίο το κέρδος του εμπόρου σε μακροπρόθεσμη βάση δικαιολογείται από το ρίσκο του εμπόρου και λόγω της χρησιμότητας στην κοινότητα του εμπορίου που δίνει πρόσβαση σε εξωτικά αγαθά.

Αυτό συμβαίνει, όταν το σύστημα ανταλλαγής θα αναπτυχθεί και να επεκταθεί γεωγραφικά, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης παραγωγής του πλεονάσματος για την αγορά (τα προϊόντα γίνονται εμπορεύματα) ώστε η αξία θα εμφανιστεί ως αναπαράσταση της ισομετρίας αυτών που ανταλλάσσονται και του πλούτου γενικότερα. Αλλά δεν μπορούμε ακόμα να μιλάμε για διπλασιασμό της αξίας σε αξίας χρήσης και ανταλλακτική αξία, επειδή δεν μπορεί πραγματικά να υπάρχει έξω από τη δυνατότητα αναπαραγωγικότητας σε σχετικά μεγάλη κλίμακα των αγαθών που παράγονται. Η Νομισματική έκφρασή της έχει πολλές διακυμάνσεις διότι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης δεν παίζει ρόλο εξισορρόπησης. Δεν υπάρχει ακόμα αντίθεση ανάμεσα σε αξία και υλικό πλούτο. Η τιμή επιτρέπει μόνο μια προβολή της αξίας έξω από την αξία χρήσης σε ένα σύστημα αγοράς το οποίο δεν είναι ακόμη καπιταλιστικό, ακόμη και αν η αξία κυκλοφορεί και το κεφάλαιο μπορεί να συσσωρευτεί. Η κυκλοφορία θα συνεχίσει να γίνεται με τρόπο ανεξάρτητο από την παραγωγική διαδικασία. Επιπλέον, αυτή η διαδικασία παραγωγής δεν συνεπάγεται παρά ένα μικρό πάγιο κεφάλαιο. Πράγματι, το κεφάλαιο είναι κατάκτηση του κόσμου και της κυριαρχίας, πηγή ενέργειας για τον ηγεμόνα και την οικογένειά του, πριν γίνει εκμετάλλευση στον παραγωγικό τομέα. Η παραγωγικότητα της εργασίας εξακολουθεί να είναι χαμηλή και το κεφάλαιο που επιχειρεί σε αυτή χάνει χρόνο και χρήμα σε σύγκριση με άλλες πηγές του κέρδους, ιδίως σε σχέση με τις ευκαιρίες που προκύπτουν στον τομέα της κυκλοφορίας.

Ήταν μόνο σταδιακά όταν ένα στρώμα μικρών εμπόρων και τεχνιτών, που πλουτίζοντας θα δώσουν ώθηση στην αγροτική βιομηχανία πρώτα τοπικά μετά εθνικά και μετά, μη έχοντας την δύναμη πρόσβασης στα υπερκέρδη του μεγάλου εμπορίου, θα επενδύσουν στη Βιομηχανική Επανάσταση.

Για τη Γαλλία, ο Duby ορίζει την έναρξη της διαδικασίας αυτής τον xiii ου αιώνα. Δεν είναι ότι σε άλλες περιοχές δεν υπήρξε συσσώρευση υλικού πλούτου, αλλά αυτές οι περιοχές δεν είχαν απελευθερωθεί από τον κρατικό και θρησκευτικό έλεγχο ούτε από την πρώτη λειτουργία του χρήματος. Υπάρχει κλείδωμα ενόσω ο έμπορος περιορίζεται στον δυσάρεστο ρόλο του ως διαμεσολαβητή μεταξύ της αριστοκρατίας και της αγροτιάς.

Την εποχή εκείνη, στη Δύση, η λέξη «κεφάλαιο» αναφέρεται είτε σε ένα απόθεμα αγαθών ή σε έντοκα χρήματα, είτε πρόκειται για χρηματικό κεφάλαιο. Μόνο κατά το δεύτερο ήμισυ του XVIII ου αιώνα, το κεφάλαιο γίνεται παραγωγικό χρήμα (Turgot και οι φυσιοκράτες) και τον XIXο αιώνα, χρήματα- μέσα παραγωγής (Μαρξ).

Δεν είναι παρά στα τέλη του XVIIIου αιώνα, που οι κλασικοί οικονομολόγοι και ο ίδιος ο Μαρξ, αναζητώντας την πηγή του πλούτου, θα έρθουν να οικοδομήσουν ένα μοντέλο αξίας που θα ανοίξει το δρόμο για μια διάκριση μεταξύ της αξίας και του πλούτου. Η θεωρία του χρήματος-πέπλου των κλασικών οικονομολόγων, η διαλεκτική της ουσίας και της εμφάνισης και εν συνεχεία η έννοια του φετιχισμού στον Μαρξ, μπορούν να αναπτυχθούν ελεύθερα την συνέχεια. Αντί να δουν την αξία ως αναπαράσταση της εξουσίας των κυρίαρχων αρχικά και των οικονομικών παραγόντων που φέρουν το χρηματικό κεφάλαιο στη συνέχεια, θα την κάνουν την ουσία του κοινωνικού πλούτου ενός έθνους και θα αναζητήσουν μια ουσία, την εργασία, μέσω της θεωρίας της αξίας της εργασίας του Ρικάρντο. Ο Μαρξ στην Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859), θα υιοθετήσει την αστική οπτική του χρόνου ως πόρου («ο χρόνος είναι χρήμα») και θα τον καταστήσει ένα μέτρο της αξίας. Μια αξία που δεν μπορεί παρά να είναι μια συνάρτηση ενός αντικειμενικού χρόνου: αυτός είναι ο χρόνος εργασίας. Αυτό θα δηλητηριάσει για πάνω από έναν αιώνα τις συζητήσεις σχετικά με τη μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής από τη στιγμή που η αξία θα οριστεί ως μια ιστορικά συγκεκριμένη κατηγορία (ένας «κοινωνικός πλούτος») του καπιταλισμού για να διακρίνει επομένως από τον «πραγματικό πλούτο» ώστε να γίνει (η αξία), δι-ιστορική. Σαν να μπορούσε ο «πραγματικός» πλούτος να είναι οτιδήποτε άλλο από ένα πλούτο που ορίζεται από ιστορικά συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις!

Ωστόσο, αυτό που ήταν πιο σημαντικό σε αυτόν τον ισχυρισμό της διχοτομίας μεταξύ της αξίας και του πλούτου, δηλαδή το γεγονός ότι οι δύο έννοιες τείνουν να αντιτίθενται ολοένα και περισσότερο, σχεδόν δεν έχει ληφθεί υπ’ όψη από τους μαρξιστές επιγόνους. Προτιμούν να βλέπουν την λεγόμενη θεμελιώδη αντίφαση μεταξύ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της στενότητας των σχέσεων παραγωγής (τελικά ένα ζήτημα της αλλαγής της ιδιοκτησίας), παρά τις επιπτώσεις της κρίσης από την αύξηση του πλούτου που αντιστοιχεί σε μια «εξαφάνιση της αξίας.»

Η αξία δεν είναι επομένως ένα υποκείμενο, σε αντίθεση με ορισμένες εκφράσεις που έχουμε συχνά χρησιμοποιήσει, όπως: «η κίνηση της αξίας.» Στην καλύτερη περίπτωση, η διατύπωση αυτή θα μπορούσε να εξηγήσει το γεγονός ότι το εμπόριο άλλαξε φύση με το πέρασμα από την μη-καπιταλιστική ανταλλαγή εμπορευμάτων στην καπιταλιστική ανταλλαγή εμπορευμάτων. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δεν ήταν πλέον οι άνθρωποι που αντάλλασαν μεταξύ τους μέσω των αγαθών και υπηρεσιών που τους ήταν αναγκαία (αξία χρήσης κυριαρχεί στις σχέσεις ανταλλαγής που παραμένουν ακόμη σχέσεις των «υπηρεσιών» ορισμένες πλήρως από τους εταιρικούς οργανισμούς που έχουν εκχωρηθεί σε » δίκαιη τιμή «), αλλά τα εμπορεύματα που ανταλλάσσονται μεταξύ τους με τη μεσολάβηση των ατόμων, παραγωγών και καταναλωτών (η ανταλλακτική αξία γίνεται κυρίαρχη από τη στιγμή που τα αγαθά και τα πρόσωπα αποκτούν ένα χαρακτήρα αφηρημένο ή απρόσωπο). Στην καθολικότητα των προϊόντων θα αντιστοιχίσει ο θεσμός της αγοράς, στην οικουμενικότητα της εργασίας θα αντιστοιχίσει μια «αγορά» εργασίας, κλπ.

Η αξία δεν είναι πλέον το περιτύλιγμα μιας ουσίας, όπως πίστευε ο Μαρξ για τον οποίο η αξία προϋποθέτει την ύπαρξη της ουσίας της: της εργασίας. Ωστόσο, στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες, υπάρχει μόνο μια εργασία πραγματική ή άμεση ή ακόμα σταθερή. Έτσι ο Μαρξ, ως καλός Χεγκελιανός, θα πει ότι η αξία υπάρχει ήδη, επειδή υπάρχουν αναλογίες του χρόνου και του πλούτου, αλλά ότι δεν υπάρχει ακόμα επειδή υπάρχει η πραγματική εργασία. Στην πραγματικότητα, το κεφάλαιο δεν είναι ακόμη μια κοινωνική σχέση αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ των τάξεων, για παράδειγμα, ο δουλοπάροικος δεν χρειάζεται μια άρχουσα τάξη για να εργαστεί. Δεν είναι ελεύθερος και εργάζεται πάνω στη γη την οποία δεν κατέχει, αλλά με δικά του στοιχειώδη μέσα εργασίας. Δεν είναι πλέον το ίδιο στο σύστημα της μισθωτής εργασίας στο οποίο κάθε τάξη γίνεται εξαρτημένη από την άλλη και αυτό ενισχύεται όταν το εργοστάσιο συγκεντροποιεί το πάγιο κεφάλαιο (μηχανήματα, κτίρια) και αντικαθιστά την εργασία στο εργαστήριο ή στο σπίτι. «Το κεφάλαιο δεν είναι ένα αντικείμενο αλλά μια καθορισμένη κοινωνική σχέση παραγωγής, αυτή η σχέση συνδέεται με μια ιστορικά καθορισμένο κοινωνική δομή […]. Το κεφάλαιο […] είναι τα μέσα παραγωγής που μετατρέπονται σε κεφάλαιο, αλλά τα οποία από μόνα τους δεν είναι πλέον κεφάλαιο όπως ο ίδιος χρυσός ή το μεταλλικό χρήμα – δεν είναι χρήματα με την οικονομική έννοια. Το κεφάλαιο, είναι τα μέσα παραγωγής που μονοπωλούνται από ένα ορισμένο μέρος της κοινωνίας, τα προϊόντα που υλοποιήθηκαν και οι συνθήκες δραστηριότητας της δύναμης της ζωντανής εργασίας απέναντι σ’ αυτή την δύναμη της εργασίας και εξαιτίας αυτής της αντίθεσης, προσωποποιούνται μέσα στο κεφάλαιο. » Το κεφάλαιο είναι επομένως μια κοινωνική καθολικότητα που είναι διακριτή από τους πόλους που την αποτελούν, τον πόλο εργασία από τη μία πλευρά και τον πόλο κεφάλαιο από την άλλη στον οποίο γίνεται ουσία, με τη μορφή της μηχανής, των παγίων.

Είναι η χρήση από τον Μαρξ ενός ισχυρισμού και του αντίθετού του, που αναφέρεται στον Καστοριάδη ότι η σκέψη του Μαρξ είναι γεμάτη με αντινομίες υπό την κάλυψη μιας λογικής της αντίφασης και η θεωρία του, της αξίας, μια μεταφυσική. Ο Μαρξ βέβαια προσπάθησε να ξεπεράσει αυτές τις λογικές δυσκολίες σε μια οπτική του κομμουνισμού ως κατάργηση της αξίας, αλλά πολλοί μαρξιστές είδαν στο σοσιαλισμό την άνθηση της ίδιας αξίας με τη μορφή της αξίας-εργασίας. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι το κεφάλαιο ήταν λιγότερο μεταφυσικό και πιο πρακτικό. Με την επιβολή ως αναφορά των τιμών της παραγωγής (δηλαδή, για τον Μαρξ, μια φαινομενική μορφή η οποία θα βγει στην επιφάνεια κρύβοντας έτσι την υποκείμενη πραγματικότητα), κυριαρχεί την αξία (που είναι για τον Μαρξ, η ουσία της καπιταλιστικής διαδικασίας) και είναι το ίδιο η πηγή. Έτσι, η τιμή επιτρέπει την αξιοποίηση αυτού που δεν έχει αξία, διότι δεν παράγεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, ή επειδή παρέμεινε έξω από τις δραστηριότητες της αγοράς. Όλα είναι επομένως κεφαλαιοποιήσιμα, τόσο αυτά που δεν είναι προϊόντα όσο και αυτά που δεν είναι στην σειρά παραγωγής.

Το εναλλακτικό σύνθημα «Ο κόσμος δεν είναι εμπόρευμα» είχε μεγάλη απήχηση, επειδή λαμβάνει ακριβώς υπ’ όψη αυτή τη διαδικασία και της αντιτίθεται, ακόμη και αν το κάνει με απλοϊκό τρόπο. Πράγματι, αυτή η πολιτική διαμαρτυρία της εμπορευματοποίησης συνυπάρχει με την απουσία πρακτικής κριτικής της νομισματοποίησης των κοινωνικών σχέσεων.

Το νομισματικό σχέδιο είναι κάτι περισσότερο από μια συμβασιοποιημένη εμπορική σχέση. Θεσπίζει τα χρήματα στο κοινωνικό τους ρόλο, αυτόν του κοινωνικού δεσμού στο πεδίο μιας διαδικασίας εξατομίκευσης. Η βασιλεία του χρήματος φαίνεται να είναι ένα βασίλειο χωρίς βασιλιά του οποίου οι κανόνες έχουν εσωτερικευθεί μέσω της διαδικασίας του εκδημοκρατισμού και της επιδίωξης της «ισότητας των συνθηκών» (Τοκβίλ). Η ανάπτυξη του σύγχρονου νομίσματος μειώνει την απόσταση μεταξύ της κοινωνικής θέσης της προέλευσης και της δυνατότητα πρόσβασης σε αγαθά. Με την αγορά και το νόμισμα, μπορεί κανείς να πιστέψει ότι ο οποιοσδήποτε είναι ο οποιοσδήποτε.

Είναι όταν το χρήμα ρέει λιγότερο που η κυριαρχία του επανεμφανίζεται σε μια ορατή μορφή. Είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα όπου ολόκληροι τομείς δραστηριοτήτων εμφανίζονται πλέον μη αρδευόμενοι (πτωχεύσεις, ιδίως στον ιστό των ΜΜΕ, χαμηλότερη επένδυση και χρέωση των νοικοκυριών εξαιτίας των πολιτικών ανόδου των επιτοκίων).

Κάποιος μπορεί να εφαρμόσει το σχήμα αυτό στην έννοια της δύναμης της εργασίας. Αυτό που πουλάει ο εργαζόμενος, δεν είναι εμπόρευμα (ο Μαρξ το λέει συχνά στο βιβλίο Ι του Κεφαλαίου ότι η δύναμης της εργασίας είναι ένα «μη-εμπόρευμα» που μεταμορφώνεται στην καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής σε «εικονικό εμπόρευμα") αλλά η προσωπική του υποταγή κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, επομένως ο χρόνος της εργασίας του. Ομοίως, αυτό που ο καπιταλιστής αγοράζει είναι ένα δικαίωμα της εντολής. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που είδαν ξεκάθαρα οι ιταλοί εργατιστές αλλά ήταν τελείως παραμελημένη από τις αναλύσεις, εμπνευσμένες από τον Postone, που επικεντρώθηκαν στις «πραγματικές αφαιρέσεις» (αξία, αφηρημένη εργασία). Ωστόσο, αν αυτό ληφθεί υπ’ όψη μπορεί να εξηγήσει γιατί οι κοινωνικές συγκρούσεις εξακολουθούν στην εργασία έξω από ένα πραγματικό ταξικό ανταγωνισμό.

Αυτό που γίνεται σημαντικό δεν είναι οι έννοιες της υπεραξίας και της εκμετάλλευσης, αλλά μια κυριαρχία και ένας εξαναγκασμός νομισματικής φύσης συνδεδεμένος με την μισθωτή σχέση ως ένα βασικό στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο αυτή η μισθωτή σχέση δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιωτικής σχέση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να σκεφτεί χωρίς το κράτος και το ζήτημα της εξουσίας. Σε αντίθετη περίπτωση, η κριτική δεν ξέρει τι να κάνει με μια εξουσία που δεν είναι αυστηρά τμήμα της οικονομίας και ενδίδει στην ευκολία να αποκαλεί το κράτος «χωροφύλακα» ή απλά «Υπουργείο Εσωτερικών ».

Οι συνεισφορες του Braudel στην ιστορικη δυναμικη του καπιταλισμου

Είναι η ίδια επιλογή, αυτή της επικέντρωσης σε μια δυναμική προοπτική, η οποία μας οδήγησε στην ενσωμάτωση των αναλύσεων του Φ. Μπρωντέλ 17 σχετικά με τις μορφές του κεφαλαίου που προηγούνται της έλευσης του καπιταλισμού οριζόμενου ως σύστημα 18. Περιέγραψε πώς ένας τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου σέρνεται αρχικά σε μια περιοχή συναλλαγών που προϋπάρχει, μέχρις ότου αυτή η συσσώρευση γίνεται αυτοσκοπός.

Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούμε το σχήμα του Μπρωντέλ των διάφορων ιεραρχημένων επιπέδων του εμπορίου ώστε να το προσαρμόσουμε στη σημερινή κατάσταση, αλλά δίνοντας ένα διαφορετικό νόημα στις έννοιες. Για τον Μπρωντέλ, είναι το υψηλότερο επίπεδο, αυτό του υπολογισμού και της κερδοσκοπίας 19 (ήδη!) που αξίζει το όνομα του καπιταλισμού, ακόμα κι αν δεν αντιπροσωπεύει (από τον XVο έως τον XVIIIο αιώνα) παρά ένα μικρό μέρος της συνολικής οικονομικής δομής. Για μας, είναι το κεφάλαιο, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες μορφές του (οικονομική, εμπορική, παραγωγική) που βρίσκεται στο κορυφαίο αυτό επίπεδο (επίπεδο 1) από τη στιγμή που το θεωρούμε ως μια ολότητα, δηλαδή από μια οπτική όχι καθαρά οικονομική, αυτή του πλούτου, αλλά μια οπτική των παιχνιδιών της εξουσίας και της δύναμης.

Στο μέτρο αυτό, μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία του ανωτέρω κεφαλαίου, διασχίζει και υπερβαίνει τη βιομηχανική επανάσταση. Πράγματι, χάρη στην οικονομική ευρωστία του, ο «καπιταλισμός κορυφής» μπόρεσε να κυριαρχήσει και να κατευθύνει μακροπρόθεσμα όλη του την ανάπτυξη, χωρίς να ενσωματώσει άμεσα την σχέση εκμετάλλευσης (είναι στην βάση του κυριαρχία πριν από εκμετάλλευση), διότι βασίζεται περισσότερο στη σύλληψη και οικειοποίηση του παγκόσμιου πλούτου παρά στις αποδόσεις της εγχώριας παραγωγής. Αυτό εξηγεί επίσης την αρχική τομή από τη μία πλευρά των «πόλεων-κόσμων» του κεφαλαίου (αρχικά ιταλικών και στην συνέχεια της Βόρειας Ευρώπης, όπως η Αμβέρσα και το Άμστερνταμ) που αποκτούν τον έλεγχο της θαλάσσιας κυκλοφορίας και κατά συνέπεια της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της πληροφορίας και από την άλλη των περιοχών της ενδοχώρας που θα παραμείνουν επί μακρόν στην αυτάρκεια ή στην μικρή εμπορευματική παραγωγή. Αυτή η δύναμη προέρχεται από τους στενούς μακροχρόνιους δεσμούς μεταξύ των εμπόρων, των τραπεζιτών, και των κρατών των οποίων ο κοινός στόχος είναι η αύξηση του πλούτου γενικά και επομένως το ξεπέρασμα μιας «στάσιμης κατάστασης» που χαρακτήριζε την περίοδο του Μεσαίωνα. Μια δύναμη που είναι εμπορική ή οικονομική αλλά είναι επίσης και πολιτική, στο βαθμό που καταφέρνει να οικοδομήσει μια νέα τάξη πραγμάτων προσανατολισμένη στις οικονομικές δραστηριότητες. Έτσι, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τις αναπτύξεις του Χίλφερντινγκ και του Λένιν σχετικά με την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου στην εποχή του ιμπεριαλισμού, επειδή αυτή η κυριαρχία υπήρχε ήδη στη Γένοβα και το Άμστερνταμ και οι ιδιωτικές τράπεζες καταθέσεων αναπτύσσονται στο τέλος του XVIIIου αιώνα. Υπάρχει, στην Αγγλία, στις αρχές xixου αιώνα, μια συνύπαρξη μεταξύ αγροτικού κεφαλαίου, εμπορικού κεφαλαίου που στηρίζεται στις αποικίες και στην ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου. Οι επιλογές του προσανατολισμού των επενδύσεων βασίζονται στις ευκαιρίες κέρδους, αλλά δεν υπάρχει ακόμα ιεραρχία μεταξύ των διαφόρων μορφών κεφαλαίου. Έτσι στην Αγγλία είναι το βιομηχανικό κεφάλαιο, που σύντομα θα επικρατήσει, ενώ στη Γαλλία θα είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο που θα οργανώσει τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου, τουλάχιστον μέχρι τον πρώτο γαλλο-πρωσικό πόλεμο. Αυτή η αμφιθυμία της εξέλιξης δεν θα διαρκέσει και το Λονδίνο θα επιβληθεί ως η νέα πόλης-κόσμος επιτυγχάνοντας την ενότητα μεταξύ μιας εξωγενούς ανάπτυξης (Ναυτικής και Εμπορικής) και μιας ενδογενούς ανάπτυξης (γεωργική και κατόπιν βιομηχανική επανάσταση).

Όμως, εκεί όπου είμαστε αναγκασμένοι να εγκαταλείψουμε τον Μπρωντέλ 20 είναι όταν το ιστορικό μοντέλο οδηγεί στο πολιτικό συμπέρασμα μιας διχοτομίας ανάμεσα στον καπιταλισμό (τον «κακό» καπιταλισμό) και την οικονομία της αγοράς (η «καλή» αγορά), σαν να ήταν κατασκευές απολύτως ξεχωριστές, ενώ αυτός τα περιγράφει ως ιεραρχημένα και διαφορετικής έντασης επίπεδα.

Στην πραγματικότητα, η περιγραφή του Braudel δείχνει τους ουσιώδεις δεσμούς μεταξύ των τριών επιπέδων, και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει σήμερα καθώς αυτοί οι δεσμοί έγιναν πιο σφιχτοί όπως τα πλέγματα ενός δικτύου, ενώ το συμπέρασμά του είναι πολιτικά απαράδεκτο: μόνο το επίπεδο 2, δηλαδή της οικονομίας της αγοράς, όπου υπάρχει ανταγωνισμός και ως εκ τούτου ένας βαθμός ελευθερίας, αντιστοιχεί σε μια φυσική τάξη της οικονομίας που βρίσκεται σε όλες τις κοινωνίες. Το υπόλοιπο δεν είναι παρά σκωρίες (το επίπεδο 3 αποτελείται από περιοχές όπου εξακολουθεί να κυριαρχεί η οικονομία της διαμονής ή η άτυπη οικονομία, περιοχές της λεηλασίας των πρώτων υλών και των φυλετικών πολέμων) ή ολισθήματα (το επίπεδο 1 αποτελείται από τον κόσμο που πραγματοποιεί την ενότητα των διαφόρων μορφών του κεφαλαίου μέσω των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των πολυεθνικών εταιρειών, των μονοπωλίων και αυτό υπό την αιγίδα των μεγαλύτερων κρατών που έχουν ξεκινήσει και ολοκληρώσει τα νέα δίκτυα εξουσίας και ισχύος), όπως αφήνεται να εννοηθεί στο τέλος της σημείωσης 18.

Είναι εκεί όπου ο Μπρωντέλ καταθέτει την άποψή του για τον μαρξισμό 22.Χωρίς να την αναπτύσσει (δεν είναι οικονομολόγος), παίρνει έμμεσα τη θεωρία της αξίας της εργασίας και βλέπει στην κυκλοφορία και στη δραστηριότητα των εμπόρων κάτι που νοθεύει την ανταλλαγή στην «αξία» της. Αν αφαιρεθούν οι ενδιάμεσοι, δεν θα υπάρχει πλέον κέρδος, αλλά μια δίκαιη μοιρασιά των προσπαθειών του κεφαλαίου και της εργασίας. Αυτό οδηγεί, στον Μπρωντέλ, σ’ ένα ιδανικό μοντέλο οικονομίας της αγοράς χωρίς εμπόρους! Παρεμπιπτόντως αυτό επιστρέφει επίσης στην αντίληψη των κλασικών και των μαρξιστών, μιας ανταλλαγής ως σύστημα διευρυμένου αντιπραγματισμού, το οποίο δεν είναι αποδεκτό. Πράγματι, ο αντιπραγματισμός τίθεται σε σχέση με υποκειμενικές αξιολογήσεις, που αποτελούν τμήμα ενός πλαισίου κοινωνικών δομών σταθερών και δυσανάλογων μεταξύ τους. Δεν υπάρχει καμία συσχέτιση με ένα ουδέτερο τρίτο μέρος που θα λάμβανε τη μορφή του εμπόρου και του χρήματος.

Ο αντιπραγματισμός δεν δημιουργεί αξία από την οικονομική άποψη του όρου, ακόμη και αν λάβει ευρεία έκταση. Για να αναδυθεί η αξία πρέπει να δημιουργηθεί μια πολιτική και κανονιστική ρήξη, οι νέες κοινωνικές σχέσεις με έναν τρόπο.

Σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες και μαρξιστικές θεωρήσεις, δεν είναι ο έμπορος ως τέτοιος, ο οποίος θα δημιουργήσει το χρήμα ως θεσμό, ακόμα και αν μπορεί να δημιουργήσει το χρήμα ως αντικείμενο, την πίστωση, την εκχώρηση επιχειρηματικών απαιτήσεων. Η καθιέρωση του χρήματος ως καθεστώς, θα είναι ρόλος της εξουσίας (η εξουσία της «έκδοσης νομίσματος»). Η αντικειμενική ισοδυναμία (αυτή που δεν ανέχεται πλέον παρά μόνο μια σταθερή τιμή) αντικαθιστά επομένως τις υποκειμενικές εκτιμήσεις (οι οποίες προϋποθέτουν τη δυνατότητα μιας διαπραγμάτευσης) σε ένα πλαίσιο όπου η κάθετη δομή της εξουσίας αντιτίθεται στην οριζόντια δομή των συναλλαγών με σκοπό να επιβάλλει τον καθολικό χώρο της γενικευμένης ανταλλαγής. Στην προοπτική αυτή, το χρήμα δεν είναι πρώτα και κύρια ένα γενικευμένο ενδιάμεσο των ανταλλαγών, αλλά μια συνθήκη της σύστασής τους.

Είναι μια νέα μεσαία τάξη «ελεύθερων» εμπόρων στο τοπικό πεδίο της κοινωνίας τους, που θα ωθήσουν σταδιακά την αγροτική βιομηχανία, αδυνατώντας να συμμετάσχουν στις αποικιακές περιπέτειες, δημιουργούν τη βιομηχανική επανάσταση με την υποστήριξη των κρατών. Θα έπρεπε η αγορά να συσταθεί έτσι ώστε η «φυσική τάξη» της διαδικασίας Εμπόρευμα-Χρήμα-Εμπόρευμα (Ε-Χ-Ε) να μετασχηματιστεί σε Χρήμα-Εμπόρευμα-Χρήμα (Χ-Ε-Χ). Αλλά η θέσμιση της αγοράς, είναι επίσης η σταδιακή επιβολή ενός καπιταλιστικού φαντασιακού. Μπορεί να υπάρχουν διάφορα επίπεδα, αλλά οι διάφορες μορφές του κεφαλαίου αναπτύχθηκαν σε μια ένταση που εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις της «βίας του χρήματος» (Aglietta) πάνω στις παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις. Η ανάπτυξη της αγοράς και η ανάπτυξη αυτού του φανταστικού βαδίζουν επομένως μαζί. Το Χ-Ε-Χ δεν μπορεί να υποκαταστήσει το Ε-Χ-Ε παρά μόνο στο πλαίσιο μιας αγοράς σε επέκταση για την οποία μια συγκεκριμένη δραστηριότητα του κεφαλαίου στην εμπορική μορφή του είναι απαραίτητη. Αυτή η επέκταση περνά επίσης από την αντικατάσταση της τοκογλυφίας από ένα πιστωτικό σύστημα. Όλη αυτή η κίνηση αναγνωρίστηκε λανθασμένα από τους μαρξισμούς, καθώς δεν εγκατέλειψαν την αντίληψη της ανάδυσης μιας αστικής τάξης βιομηχανικής και προοδευτικής που άσκησε ένα ηγετικό ρόλο 23.

Είναι η ισοδυναμία των μορφών κεφαλαίου που δεν έχει κατανοηθεί από τον μαρξιστικό ιστορικό ντετερμινισμό για τον οποίο όλα όσα προηγούνται της βιομηχανικής επανάστασης αποτελούν μια παιδική φάση του κεφαλαίου. Ο μαρξισμός βαδίζει με τις μπότες της κλασικής αγγλικής πολιτικής οικονομίας. Παραμένει σ’ ένα έδαφος που ανήκει στο επίπεδο 2, δηλαδή στο επίπεδο της υλικής παραγωγής και των νόμων της αγοράς, το καθοριστικό επίπεδο. Το επίπεδο επομένως, ενός βιομηχανικού κεφαλαίου, που διαρθρώνεται γύρω από τις σχέσεις παραγωγής που βασίζονται στην ιδιοκτησία, στην εξύψωση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και στην πίστη στην Πρόοδο, στον σαφή διαχωρισμό σε δύο μεγάλες τάξεις, και μια προνομιακή μορφή πολιτικής, την κοινοβουλευτική δημοκρατία της αστικής κοινωνίας.

Από αυτή την άποψη, έχουμε καθορίσει την συγκεκριμένη μορφή του κεφαλαίου που στοχεύει στην ολότητα ως μια κοινωνική σχέση, διότι ουσιαστικά διαμεσολαβείται από την αμοιβαία εξάρτηση των δύο τάξεων και έδρασε με την διαλεκτική της ταξικής πάλης. Αλλά τελικά θα παραμείνουμε αιχμάλωτοι της μαρξιστικής αντίληψης που θεωρεί το επίπεδο 2 την κινητήρια δύναμη της όλης διαδικασίας, διότι είναι μέσα σε αυτό το επίπεδο που βρίσκουμε την εργασία άμεσα οριζόμενη ως παραγωγική ταυτόχρονα πηγή της αξιοποίησης του κεφαλαίου και της άρνησής του. Η δική μας ανάγνωση των διαφόρων «οικονομικών κρίσεων» εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά ιδίως υπό το πρίσμα αυτής του 2008, απαιτεί τώρα από εμάς να ανεγείρουμε τον θεωρητικό εξοπλισμό μας.

Μορφες του κεφαλαιου και διαδικασια ολοποιησης

Η απόφασή μας να δώσουμε προτεραιότητα στην έννοια του «κεφαλαίου» δεν είναι τυχαία καθώς ξαναβρίσκουμε το κεφάλαιο τόσο στην προέλευση της ιστορικής δυναμικής του μετασχηματισμού του κόσμου, υπό την προκατακλυσμιαία μορφή του (τοκογλυφική ή εμπορική) όσο και στο τέλος του υπό την αυτονομημένη μορφή του («πλασματική 24 «ή εικονική). Ωστόσο - και αυτό είναι σημαντικό - στις προκατακλυσμιαίες μορφές του, το τοκογλυφικό ή εμπορικό κεφάλαιο δεν κυριαρχεί την παραγωγική διαδικασία (αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ τις θεωρούσε μορφές χωρίς περιεχόμενο), ενώ σήμερα πραγματοποιείται μια ενότητα των μορφών σε ένα κεφάλαιο που γίνεται καθολικό.

Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, της ολοποίησης του κεφαλαίου, μερικοί από τους αναγνώστες μας έχουν δίκιο να μιλούν για διατυπώσεις νέο-Μπορντιγκισμού. Στην πραγματικότητα, η προσέγγιση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Ζ. Καμάτ και το περιοδικό Invariance 25.Υποτίθεται ότι εκφράζει την τάση του κεφαλαίου να γίνει απρόσωπο 26, για να εμφανιστεί ως «αυτόματο κεφάλαιο», καθώς η κυριαρχία λαμβάνει μορφές, τόσο πολύπλοκες όσο και αφηρημένες. Μια τάση, που σηματοδοτεί ένα μετασχηματισμό της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας με την έννοια ότι ο ταξικός ανταγωνισμός δεν είναι πλέον κινητήρια δύναμη 27, η διαδικασία της ολοποίησης του κεφαλαίου κυριαρχεί τις ξεχωριστές στιγμές της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων. Αλλά αυτή η κίνηση φαίνεται αντιφατική στο βαθμό που προκαλεί παράλληλα ένα είδος «δραπέτευσης του κεφαλαίου 28 », η οποία αμφισβητεί τη φύση του ως κοινωνική σχέση και την αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των τάξεων. Υπάρχει επομένως η εντύπωση ότι δεν υπάρχει πλέον ανώτερη ενότητα και ότι τα διάφορα συστατικά της ολότητάς του αντιπαρατίθενται (το χρηματιστικό κεφάλαιο ενάντια στην οικονομία, το χρηματιστικό κεφάλαιο ενάντια στο κράτος 29, η οικονομία ενάντια στο κοινωνικό, η διαχείριση και η τεχνογνωσία ενάντια στην πολιτική, κλπ..). Η εντύπωση αυτή δεν μπορεί παρά να ενισχυθεί από τη νέα οργάνωση του συνόλου σε δίκτυο. Είναι αυτή η αντίληψη του αμεσοτισμού (immediatism) της «επανάστασης του κεφαλαίου» που εκφράζεται από την δημοφιλή έννοια της αποσύνδεσης, καθώς οι υποστηρικτές του προσπαθούν να ξαναβρούν μια καπιταλιστική κοινωνία επικεντρωμένη γύρω από ένα παραγωγικό κεφάλαιο που αντιμετωπίζει μια ομοίως παραγωγική εργασία και όχι ένα χρηματιστικό παρασιτικό κεφάλαιο. Η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα θεωρείται επομένως ως εμπόδιο για την ανάπτυξη της «πραγματικής οικονομίας», ενώ είναι μάλλον το αποτέλεσμα μιας νέας διάρθρωσης των σχέσεων του συνόλου. Ο όρος «χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός» οδηγεί επομένως σε σύγχυση, ακόμη και αν αυτό αντανακλά μια κατάσταση στην οποία η χρηματιστική δραστηριότητα ξεχωρίζει ως διοργανωτής του όλου συστήματος.

Η μη αναγνώριση των ως άνω, οδηγεί συχνά σε μια νοσταλγία για την εποχή του φορντισμού των τριάντα ένδοξων χρόνων και του κράτους πρόνοιας και, θεωρητικά, σε μια επανενεργοποίηση των παλαιότερων πτυχών του μαρξισμού, εκείνων που ήταν απλώς επαρκείς για να περιγράψουν τον άγριο καπιταλισμό του xixου αιώνα. Επιπλέον, υποστηρίζει το εξαιρετικά αμφίβολο γεγονός μιας προόδου βασισμένης στην απεριόριστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και στην κυριαρχία της εργατικής τάξης, αυτή η νοσταλγία δεν λαμβάνει υπ’ όψη μια μεταμόρφωση που έχει παραγάγει μια κατάσταση η οποία, δεν είναι λιγότερο κρίσιμη, είναι όμως βαθύτατα διαφορετική. Αυτή η κατάσταση, είναι αυτή της ενσωμάτωσης όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που γίνονται μια ευκαιρία για «τη δημιουργία αξίας».

Είναι η τάση του κεφαλαίου να γίνει ένα μέσο, ​​μια κουλτούρα, μια ειδική μορφή της κοινωνίας που θα περιγράφαμε ως «κεφαλαιοποιημένη κοινωνία.» Είναι αυτό το κεφάλαιο σε συμβίωση με τις νέες μορφές του κράτους (δικτύου, διαχειριστή του κοινωνικού, εταίρου), η οποία εξασφαλίζει την ενότητα αυτής της κοινωνίας σε αυτό που ονομάζουμε διαδικασία ολοποίησης του κεφαλαίου.

Η εκτεχνίκευση της ζωής, από τη γενετική θεωρούμενη ως βελτίωση των ειδών είναι το αντίστοιχο της πλασματικοποίησης στην οικονομία και τη χρηματιστική οικονομία. Παρήγαγε μια πραγματική ανθρωπολογική επανάσταση με την έννοια ότι η υποκειμενικότητα των ατόμων είναι πλέον εσωτερικά προσδιοριζόμενη. Για παράδειγμα, οι ανάγκες είναι σήμερα προϊόντα, αυτό που ο νεαρός Μαρξ δεν μπορούσε να προβλέψει προβάλλοντας την ιδέα του απεριόριστου χαρακτήρα τους 31. Αλλά όλα αυτά δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν παρά επειδή η τεχνική έγινε η βάση κάθε αντικειμενοποίησης της δραστηριότητας μέσω μιας υλοποιημένης ιδεολογίας. Και η «κεφαλαιοποιημένη κοινωνία 32 «έχει ενσωματώσει αυτό το τεχνικό σύστημα 33. Λειτουργεί σε «πραγματικό χρόνο», όπως μας υπενθυμίζει συνεχώς ο λόγος της και δεν μπορεί να σκεφτεί τις ανάγκες της έξω από αυτή την τεχνο-επιστημονική δραστηριότητα που φαίνεται να μην έχει ως στόχο παρά την ταχεία αναπαραγωγή της. Είναι επομένως εξίσου αυτοαναφορική με την χρηματιστική δραστηριότητα! Το μόνο που προσπαθεί να λύσει είναι τα προβλήματα που η ίδια δημιουργεί, χωρίς όμως να αμφισβητεί το νόημα ή το σκοπό της ανάπτυξης της.

Όλος ο εξοπλισμός του «εποικοδομήματος» που συνόδευε αυτό που κοινώς ονομαζόταν «βιομηχανική κοινωνία» επέτρεπε να διακρίνουμε ακριβώς μορφές και σύστημα. Έτσι, μερικοί διέκριναν κράτος και κοινωνία των πολιτών (Χέγκελ και Μαρξ), άλλοι, ιδιωτική ζωή και πολιτική ζωή (Arendt), άλλοι δημοκρατική κοινωνία και καπιταλιστικό σύστημα (Καστοριάδης). Ας σταθούμε λίγο σε αυτή την τελευταία διάκριση: «Ένα καθεστώς δεν ορίζεται κυρίως από την οικονομία του, αλλά από την πολιτική θεωρία: τα καπιταλιστικά καθεστώτα είναι ολιγαρχίες, αλλά αν κάποιος μιλά για τις δυτικές κοινωνίες, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι καθαρά καπιταλιστικές διαφορετικά θα ήταν ολοκληρωτικές: έχουν παράγει επαναστάσεις, θρησκευτικά, εργατικά κινήματα κλπ.» (συνέντευξη, Le Nouvel Observateur, 1982). Επομένως, δεν πρέπει, για τον Καστοριάδη, να υπερασπιζόμαστε τα πολιτικά καθεστώτα, αλλά τις δημοκρατικές κοινωνίες που περιέχουν αυτό το ιστορικό μερίδιο τόσο δημοκρατικό όσο και επαναστατικό.

Είναι αυτή η τελευταία διάκριση που έγινε από τον Καστοριάδη μεταξύ καπιταλιστικού συστήματος και καπιταλιστικών κοινωνιών 34 που του επέτρεψε να επαναφέρει το ζήτημα της δημοκρατίας μέσω της κριτικής αυτού που αποκαλεί «φιλελεύθερες ολιγαρχίες», είναι πάντα δυνατό; Ο ίδιος ο Καστοριάδης φάνηκε επιφυλακτικός σε αυτό το σημείο, όταν λέει 35 ότι η διαίρεση ηγετών-υπηκόων χάνει τη σημασία της σε ένα σύστημα όπου υπάρχουν όλο και λιγότερο καθαρή λειτουργία και καθαρή διαίρεση λόγω της πολυπλοκότητας του συστήματος. Κοινωνική κυριαρχία επομένως δεν μπορεί πλέον να αποδοθεί σε μια τάξη πραγματικά οριζόμενη όπως στην εποχή της μπουρζουαζίας, αλλά χωρίς να μπορεί κανείς να μιλήσει για μια απρόσωπη δράση του καπιταλιστικού οικοδομήματος. Οι μηχανισμοί κυριαρχίας ενσωματώνονται σε διαφορετικά δίκτυα εξουσίας (άμεσα πολιτικά δίκτυα, ομάδες προβληματισμού, εργοδοτικές ενώσεις, συνδικαλιστικές ηγεσίες, όμιλοι μέσων μαζικής ενημέρωσης). Δεν υπάρχει απλά η ανώνυμη εξουσία ενός «αυτόματου -κεφαλαίου» στην οποία οι άνθρωποι είναι απλώς τα στηρίγματα των σχέσεων 36 ή απλά υπηρέτες του κεφαλαίου.

Η δύναμη της κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας φαίνεται να είναι ότι βρίσκει πάντα τα άτομα ή τις ομάδες που ταυτίζονται μ’ αυτή. Φαίνεται να αναπαράγει διαρκώς μια αμοιβαία εξάρτηση που δεν είναι πλέον αυτή μεταξύ των τάξεων, αλλά που παρόλα αυτά είναι ισχυρή, και επιτρέπει ακόμα να μιλάμε με όρους κοινωνίας και όχι συστήματος. Οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, γύρω από την εξατομίκευση των εργασιακών και μισθωτών σχέσεων, γύρω από το ίδιο το μετασχηματισμό του εργατικού δυναμικού σε «ανθρώπινους πόρους» που ανακτούν την ικανότητά τους να πωλούνται καλύτερα επιτρέπουν να κατανοήσουμε τη λειτουργία των κοινωνικών σχέσεων και τις νέες αντιφάσεις. Η απόλυτη κινητικότητα που φαίνεται τώρα να απαιτείται από κάθε εργαζόμενο δεν είναι δυνατή παρά μόνο από τα περιθώρια ελιγμών που τους επιτρέπονται μέσα από την (αυτο)διαχείριση των ανθρώπινων πόρων του καθενός. Είναι αυτή η ειδική σχέση που επιτρέπει να μη μιλάμε για μια ολοκληρωτική υποταγή στο κεφάλαιο, στο βαθμό που αυτά τα στενά περιθώρια επιτρέπουν να υποστηριχθούν οι εξωτερικές εντολές που προέρχονται από την σφαίρα της κυριαρχίας.

Θα έπρεπε να διευκρινίσουμε και να εμβαθύνουμε σε αυτά τα σημεία, διότι η έννοια της «μη συστημικής κυριαρχίας» που έχουμε εισάγει, δεν μπορεί να είναι ικανοποιητική. Δεν είναι ούτε θετική ούτε περιγραφική. Την χρησιμοποιούμε ως προεπιλογή, επειδή αρνούμαστε άλλες έννοιες, όπως «αυτόματο κεφάλαιο» ή τις θεωρίες των συστημάτων. Θα επιστρέψουμε σε ένα μελλοντικό άρθρο.

Πρέπει επίσης να επανεξετάσουμε το τι θα ήταν σήμερα η «εμπειρία» της εργασίας. Αυτή δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην «προλεταριακή εμπειρία» που περιγράφεται από το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, επειδή έχει γίνει «αρνητική εμπειρία». Η δυσκολία δεν προέρχεται μόνο από το γεγονός της δυσκολίας ανεύρεσης μιας «κοινής εμπειρίας» σε ένα στάδιο αποσύνθεσης των τάξεων, αλλά από το ότι μια «αρνητική εμπειρία» δεν οδηγεί σε καμία πιθανή αξίωση (βλ.. τα αδιέξοδα των διάφορων κινημάτων του «χωρίς» (σ.μ. κινήματα αστέγων, ακτημόνων κλπ.) και η διάλυση των εναλλακτικών κινημάτων).

Δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα αξίωσης μιας εργατικής ταυτότητας τόσο στο επίπεδο των αντικειμενικών συνθηκών (η εργασία αυστηρά εργάτική είναι σε ελεύθερη πτώση, από αριθμητική άποψη, στις κυρίαρχες χώρες) όσο και στο επίπεδο των αναπαραστάσεων όταν σήμερα για τους νέους, μια εργασία σεκιούριτι είναι πιο αξιόλογη από μια εργασία στην μεταλλουργία ή του ποδαριού. Είναι επίσης, επειδή αυτές οι αξίες δεν είναι πλέον κεντρικές αντιπροσωπευτικές καθώς η κυριαρχία, είναι αισθητή περισσότερο ατομικά παρά συλλογικά και είναι ψυχολογικοποιημένη («η δυσφορία στην εργασία»). Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας ξεγελά, αυτό το «συναίσθημα» είναι αντικειμενοποιημένο από το γεγονός ότι οι πρακτικές των εργοδοτών ή διοικητικές κατευθύνσεις αντανακλούν αυτή την τάση για την εξαφάνιση των ταυτοτήτων και των συλλογικοτήτων της εργασίας, για να επιβάλουν μια εξατομικευμένη συμβασιοποίηση των εργασιακών σχέσεων και διάφορες μορφές εκφοβισμού.

Το αρχικό σχέδιο της αυτονομίας που αναπτύχθηκε από τον Καστοριάδη χάνεται επομένως μέσα στις διάφορες μορφές της αυτονόμησης. Η ιεραρχία ορίζεται37 ως μέσο εξυπηρέτησης των μηχανισμών της εξουσίας… που δεν διαχειρίζονται στην πραγματικότητα πλέον τίποτα. Ο έλεγχος γίνεται όλο και πιο ορθολογικός και απρόσωπος, αλλά αυτό είναι στην πραγματικότητα ένας μη έλεγχος (αυτοματοποίηση των αποφάσεων από τα «έμπειρα συστήματα» και ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, όπως μπορούμε ακόμη να δούμε στην οικονομική κρίση του φθινοπώρου του 2008). Αλλά, τι αξία έχει η αρχική διάκριση μεταξύ καπιταλιστικού συστήματος και καπιταλιστικών κοινωνιών; Στην πραγματικότητα, αυτό αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να γίνει αυτή η διάκριση.

Αυτο που το κεφαλαιο εγινε μετα την επανασταση του

Κατά κάποιο τρόπο, μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχουν πλέον εσωτερικές συγκρούσεις στον καπιταλισμό, που να είναι φορείς ενός ριζοσπαστικού ανταγωνισμού 38. Το κεφάλαιο δεν είναι πλέον μια ανταγωνιστική κοινωνική σχέση μεταξύ τάξεων. Δεν υπάρχει πλέον αντικειμενική αντίφαση εσωτερική και συγκεκριμένη που να οδηγεί αυτόματα σε μια τελική κρίση. Ο γνωστή αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής ενσωματώθηκε από τη δυναμική του κεφαλαίου, όπως πιστεύουμε ότι έχουμε δείξει στο μετά την επανάσταση του κεφαλαίου 39, όπως έχει ενσωματωθεί και η αντίφαση μεταξύ των τάξεων-υποκειμένων, ικανών να αναπτύξουν μια Επαναστατική προοπτική 40.

Δεν υπάρχει από την μία πλευρά, αυτό που θα ήταν η δυναμική του κεφαλαίου και από την άλλη οι ταξικοί αγώνες. Αυτό επιστρέφει στη θεώρηση του κεφαλαίου ως κάτι εξωτερικό, ενώ η δυναμική του κεφαλαίου έχει καταφέρει να επιβάλει μέσα στους ταξικούς αγώνες την κυρίαρχη δύναμή του. Από αυτή την άποψη, η περίοδος του 68 (με την ευρεία έννοια) έχει εκφράσει το υψηλότερο επίπεδο που επιτεύχθηκε από αυτή την δυναμική. Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι συνεχίζει έξω από τη διαλεκτική των τάξεων, ως ένα είδος τρελής μηχανής στηριζόμενης στις τεχνολογικές καινοτομίες και το πλασματικό κεφάλαιο. Σχετικά με την τεχνική μπορούμε να πούμε ότι έχουμε εδώ ένα παράδειγμα της δυναμικής του κεφαλαίου ως κοινωνική σχέση, τουλάχιστον αρχικά. Η τεχνολογική ανάπτυξη έχει αναλάβει ένα παγκόσμιο σχέδιο της κοινωνίας, ενημερώνοντας τις πολιτικές αποφάσεις (αυτό δεν ήταν μια μοίρα) και αφήνει να εννοηθεί ότι το σχέδιο αυτό ανταποκρίνεται σε μια ανθρώπινη περιπέτεια η οποία ήταν προγενέστερη 41.

Πώς λειτουργεί αυτή η «επανάσταση του κεφαλαίου», ενώ ήταν η προλεταριακή επανάσταση που αναμενόταν; Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε εδώ ξεκινώντας από την πρόβλεψη του Μαρξ για το μέλλον του κεφαλαίου στο διάσημο πλέον «Απόσπασμα για τις Μηχανές

Σε αυτό το σύντομο κείμενο, ο Μαρξ εισήγαγε μια νέα «πραγματική αφαίρεση», την Γενική διάνοια, δηλαδή τη γνώση που αντικειμενοποιείται σε πάγιο κεφάλαιο και ιδιαίτερα στα αυτόματα συστήματα των μηχανών. Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης, ο πραγματικός χρόνος εργασίας δεν είναι πλέον παρά μια «άθλια βάση» για την μέτρηση της αξίας. Επομένως προκύπτει ότι η προέλευση της κρίσης δεν οφείλεται σε εγγενείς δυσαναλογίες σε έναν τρόπο παραγωγής που βασίζεται στο χρόνο εργασίας (εγκυρότητα του νόμου της αξίας της εργασίας, του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους ή του μαρξισμού ως επιστήμη), αλλά σε μια συγκεκριμένη αντίφαση μεταξύ αφενός της παραγωγικής διαδικασίας που περιλαμβάνει όλο και περισσότερο τεχοεπιστήμη στις παραγωγικές δυνάμεις της και από την άλλη, μιας μονάδας μέτρησης του κοινωνικού πλούτου, που αντιστοιχεί ακόμη στο στάδιο όπου ήταν η ποσότητα της ζωντανής εργασίας που υλοποιήθηκε η οποία ήταν η κινητήρια δύναμη της συνολικής διαδικασίας. Η διεύρυνση του χάσματος αυτού θα οδηγήσει, σύμφωνα με τον Μαρξ, στην κατάρρευση μιας παραγωγής, που βασίζονται στην ανταλλακτική αξία και στη συνέχεια στον κομμουνισμό.

Αυτό το απόσπασμα ήταν η βάση για την κριτική της εργασίας που διεξήγαγαν οι επαναστατικές ομάδες στις κυρίαρχες χώρες, ειδικά στα θερμά ιταλικά χρόνια. Ο εργατισμός από το περιοδικό Quaderni Rossi αναφέρεται σ’ αυτό ιδιαίτερα, και συνάγει απ’ αυτό τον παρασιτισμό του κεφαλαίου και την ακυρότητα της θεωρίας της αξίας της εργασίας και της αξίωσης της «μισθολογικής πολιτικής». Στην Ιταλία, το κίνημα του 1977, αναφέρεται σ’ αυτό στη συνέχεια για να εξυψώσει το ενδεχόμενο νέων ανταγωνιστικών υποκειμενικοτήτων από τη στιγμή που η Γενική διάνοια, δεν παρέμεινε αντικειμενοποιημένη μόνο στο πάγιο κεφάλαιο, αλλά διαχέεται σε όλη την κοινωνία, ακόμη και εντός της ζωντανής εργασίας43. Στη συνέχεια ήρθε η ήττα…

Πώς να διαβαστεί και να χρησιμοποιηθεί το Απόσπασμα σήμερα; Στην πραγματικότητα, υπήρξε πλήρης εφαρμογή της τάσης που σημειώθηκε από τον Μαρξ, αλλά χωρίς καμία αλλαγή υπέρ της χειραφέτησης των εργαζομένων και ακόμη χωρίς ένα πραγματικό κίνημα να την κατανοήσει. Ίσως μόνο το κίνημα των ανέργων ξεκίνησε κάτι με το σκεπτικό αυτό, αλλά με τρόπο περιορισμένο και εφήμερο. Ορισμένες πτυχές του κινήματος της αντι- CPE, σε ορισμένες διαστάσεις της εξέγερσης των προαστίων και τελικά τα τελευταία γεγονότα στην Ελλάδα δεν είναι άσχετα με την εξέλιξη αυτή, αλλά είναι υπερβολικά αποσπασματικές και ανόμοιες για να είναι πραγματικά σημεία στήριξης για ένα κίνημα μεγαλύτερης κλίμακας.

Η αντίφαση που παρουσιάστηκε από τον Μαρξ έχει γίνει έτσι ένα συστατικό της κοινωνίας του κεφαλαίου.

Η δυσαναλογία μεταξύ της αύξησης της αντικειμενοποιημένης γνώσης και της μείωσης του απαιτούμενου χρόνου εργασίας, οδηγεί όχι μόνο στην εξέλιξη της ανεργίας και τις διάφορες μορφές της ανασφάλειας, αλλά και στην ασάφεια του χρόνου πραγματικής εργασίας και του υποτιθέμενου χρόνου μη εργασίας, εν ολίγοις, οδηγεί σε νέες μορφές κυριαρχίας.

Έχουμε μια κατάσταση που δεν προβλέπεται από την κομμουνιστική θεωρία: μία έξοδο της κοινωνίας της εργασίας μέσα στην ίδια τη μισθωτή εργασία και τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, μια έξοδος της κοινωνίας της εργασίας… πάνω στα ίδια τα θεμέλιά της. Αυτή η αντίφαση εκδηλώνεται με τις αυξανόμενες διαφορές ανάμεσα σε πολιτική σφαίρα και παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις. Αντίφαση ήδη ορατή παλαιότερα, όταν, για παράδειγμα, ο Ζοσπέν απάντησε στο κίνημα των ανέργων, ερωτηθείς για το εγγυημένο εισόδημα ότι οι Σοσιαλιστές δεν θα λάβουν μέτρα που οδηγούν σε «μια κοινωνία της βοήθειας,» και είναι ακόμη πιο εμφανές σήμερα όταν ο Σαρκοζί, απαντά στα κύματα των απολύσεων, λέγοντας ότι πρέπει να εργαστούν περισσότερο για να κερδίσουν περισσότερα. Αντίφαση είναι επίσης εμφανής στο είδος του προληπτικού πολέμου που διεξάγεται από τα κράτη από τα ορατά αποτελέσματα στη διάλυση των κοινωνικών σχέσεων (διάλυση χωρίς κομμουνισμό) και τη δυσκολία να τις αναπαράγουν σε αυτές τις συνθήκες.

«Μηδενική ανοχή», ποινικοποίηση των αγώνων, που βγαίνουν έστω και λίγο από την αυστηρή νομιμότητα της κοινωνίας των πολιτών, μαζικό άνοιγμα νέων φυλακών, γενικευμένο φακέλωμα από το νηπιαγωγείο, έλεγχος του Διαδικτύου, επιστροφή της αρχαϊκής πειθαρχίας, αναγκαστική επιστροφή σε απασχολήσεις που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά δουλειές «του ποδαριού», είναι μεταξύ των μέτρων για τη συγκράτηση των «νέων επικίνδυνων τάξεων», υφιστάμενων ή δυνητικών οι οποίες δεν μπορούν πλέον (και δεν θέλουν) να φουσκώνουν ένα πλασματικό «εφεδρικό βιομηχανικό στρατό» που έχει γίνει σήμερα χωρίς χρησιμότητα λόγω απόλυτου πληθυσμιακού πλεονάσματος.

Αλλά επιστρέφοντας μια στιγμή στο θέμα της κρίσης 44. Οι κυρίαρχες μαρξιστικές θεωρίες (είτε εκείνη της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους ή αυτή μιας κρίσης της υλοποίησης και των ευκαιριών) έχουν, στην πραγματικότητα, διατηρηθεί ως το αξίωμα ότι το καπιταλιστικό σύστημα πρέπει να βρίσκεται είτε σε ισορροπία είτε σε κρίση. Η μόνη διαφορά από την ορθόδοξη οικονομική θεωρία (την λεγόμενη «πρότυπη»), είναι η πιθανότητα μιας σοβαρής ανισορροπίας και ως εκ τούτου η πιθανότητα μιας τελικής κρίσης. Ωστόσο, εάν όπως έχουμε επισημάνει, ο Κέινς είχε ήδη ανοίξει ένα ρήγμα στο θεωρητικό μοντέλο της ισορροπίας, τώρα καθίσταται μη ρεαλιστικό, αν όχι άνευ αντικειμένου, διότι το κεφάλαιο μεγαλώνει όλο και περισσότερο σε μορφή πλασματική ή εικονική. Υπάρχει ως μια μορφή που κυκλοφορεί. Η γενίκευση και η δύναμή του κατέστησαν δυνατές χάρη στην ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας: η δύναμη της μηχανοργάνωσης των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εικονική δύναμη των χρηματοπιστωτικών συνδυασμών και των χρηματιστηριακών προβλέψεων, η δύναμη του υπολογισμού και της μοντελοποίησης / προσομοίωσης, κλπ.. Αυτό είναι που δίνει την εντύπωση μιας αποσύνδεσης όταν, για παράδειγμα, τα μοντέλα των χρηματοπιστωτικών μαθηματικών δεν εστιάζουν στο να εμβαθύνουν τις γνώσεις μας για τον κόσμο, αλλά να επινοήσουν τεχνικές ελέγχου και πρόβλεψης, ασφαλιστικού τύπου. Όλα γίνονται καθαρά τυπικά και διαδικαστικά.

Παρά το γεγονός ότι το φθινόπωρο του 2008 μπορεί να έγινε ένα κράχ, μια συντριβή, μια παλινδρόμηση, δεν υπήρξε πραγματική αμφισβήτηση της σχέσης που διατηρεί το κεφάλαιο στον κόσμο στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησής του, διότι συνολικό κεφάλαιο έχει τη δυνατότητα να μεταβιβάσει στα επίπεδα ΙΙ και ΙΙΙ, την κατάρρευση που υπέστη στο επίπεδο Ι. Αυτή είναι μια ευκαιρία που του έχει δοθεί από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.

Το κεφάλαιο έχει ενσωματώσει την αντίφασή του σε σχέση με την εργασία ενισχυόμενο στο εξωτερικό αυτής της σχέσης η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά ως ένα βαρίδι του, το οποίο κρέμεται. Έτσι προκύπτουν, οι παρατηρήσεις, οι όλο και πιο επίμονες από τους εμπειρογνώμονες, από τους οπαδούς της αντι-παγκοσμιοποίησης, σύμφωνα με τους οποίους το δυτικό μοντέλο δεν μπορεί να επεκταθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, χωρίς να ανατιναχθούν τα πάντα. Επομένως, υπάρχει μια απροθυμία για το προχώρημα, μια αβεβαιότητα μεταξύ αφενός αυτού που εμφανίζεται να είναι ο στόχος προς επίτευξη, δηλαδή αυτός μιας «περιορισμένης αναπαραγωγής 45 «στην καρδιά του «συστήματος» και αφετέρου η επιδίωξη μιας «διευρυμένης αναπαραγωγής» στις αναδυόμενες περιοχές.

Αυτή η «περιορισμένη αναπαραγωγή» είναι σε στενή εξάρτηση με την παγκόσμια δυναμική του πλασματικού κεφαλαίου.

Έχοντας αυτονομηθεί σε σχέση με την παραγωγική εργασία και το παραγωγικό κεφάλαιο, το πλασματικό κεφάλαιο δεν μπορεί πλέον να ερμηνεύεται σύμφωνα με την παλιά θεωρία των κρίσεων, καταφέρνει να συνυπάρχουν κρίση και μη-κρίση. Για παράδειγμα, το κεφάλαιο μπορεί να είναι σε παγκόσμια κρίση, χωρίς να υπάρχει κρίση της παραγωγής (η κρίση του 2008-09), αλλά μπορεί να εμφανίζει κρίση στο επίπεδο της παραγωγής χωρίς γενική κρίση (η κρίση από το 1973 έως τις αρχές του ’80).

Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, μπορούμε να πούμε ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μεγάλη κανονικότητα. Πάνω στην εκτίμηση αυτή είναι που αναπτύχθηκαν οι θεωρίες των μεγάλων κύκλων της ανάπτυξης με διάσπαρτες περιόδους κρίσης (Κοντρατίεφ, Simiand, Schumpeter) και είναι ακόμα σε αυτή τη βάση που οι μαρξιστές αντιμετώπισαν την σημερινή «κρίση» (Chesnais). Αλλά σήμερα, η αναδιάρθρωσης που συνδέεται με την διαδικασία ενοποίησης των μορφών του κεφαλαίου μέσα στην παγκοσμιοποίηση, παράγει αρκετά απρόβλεπτες κρίσεις και μια επιστροφή σε μια ανάλυση από την άποψη των σύντομων κύκλων.

Αυτή η χαοτική πορεία του κεφαλαίου οδηγεί κάποιους στο Temps critiques, να την κρίνουν ασυμβίβαστη με την ίδια την έννοια της αναπαραγωγής και να προτείνουν την έννοια της «εξαρτώμενης (tributaire) πορείας του κεφαλαίου» με την διπλή έννοια της εισφοράς ενός αφιέρωματος (tribut) από τη σύλληψη της αξίας και μιας σχέσης επιβολής που καθιστά τα άτομα εξαρτώμενα από αυτήν την επανάσταση του κεφαλαίου. Παραδείγματα αυτής της σχέσης επιβολής θα μπορούσαν να παρουσιαστούν τόσο από τις «αναγκαιότητες» της παγκοσμιοποίησης όσο και από τις «ευκαιρίες» που ανοίγονται από την τεχνολογία της Πληροφορικής 46.

Η ιστορική διαλεκτική του κεφαλαίου, μέσα από την ταξική πάλη δεν έχει παρουσιάσει καμία εναλλακτική λύση προερχόμενη από τον ανταγωνισμό. Στο επίπεδο της ιστορικής εμπειρίας, είχαμε την αποτυχία της επανάστασης από την αξίωση του προλεταριάτου, είτε με τη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου (Ρωσία) είτε με αυτή της εξουσίας των εργατικών συμβουλίων (επίσης στη Ρωσία και την Γερμανία) είτε, τέλος, με αυτή των αγροτικών προλεταριακών κολεκτίβων (Ισπανία).

Όσον αφορά την τρέχουσα περίοδο, είναι τώρα αδύνατη η αξίωση μιας προλεταριακής ταυτότητας που θα επέτρεπε ακόμα την πάλη με ταξικούς όρους.

Ενώ οι εργατικές διεκδικήσεις ήταν η έκφραση της πάλης μέσα στον ταξικό συμβιβασμό του προηγούμενου κύκλου αγώνων 47, δεν είναι πλέον σήμερα το κατάλληλο μέσο, από τη στιγμή που «η επανάσταση του κεφαλαίου» έχει παράγει μια ενσωμάτωση των τάξεων που δεν υπάρχουν πλέον παρά μόνο ως κοινωνιολογικές κατηγορίες του καπιταλισμού. Οι διεκδικήσεις εξαφανίζονται ή δεν έχουν πλέον σημασία, επειδή ο αγώνας λαμβάνει χώρα εκτός της σχέσεως εργασίας, παρόλο που παραμένει ως αφετηριακή βάση. Ο αγώνας γίνεται στο επίπεδο της μισθωτής σχέσης, δηλαδή στο επίπεδο της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, παραδόξως, αυτό το οποίο εκφράζει τη γενική κρίση αυτής της κοινωνικής σχέσης δεν επιτρέπει την άμεση επίθεση από τους εργαζομένους. Οι εργαζόμενοι έχουν χάσει, ακόμη και στο πεδίο της συνδικαλιστικής διαμεσολάβησης, οποιαδήποτε επιρροή επί των διαπραγματεύσεων, δεδομένου ότι αυτές δεν προσπαθούν να βρουν μια εσωτερική λύση στα προβλήματα της επιχείρησης (σε περίπτωση κλεισίματος ή μετεγκαταστάσεων) δηλαδή στο επίπεδο της παραγωγής, αλλά αντίθετα μια εξωτερική «λύση» στο επίπεδο της αναπαραγωγής ακριβώς με τα προγράμματα ανάκαμψης ή επανεκπαίδευσης (τα λεγόμενα κοινωνικά προγράμματα) 48, τις αποζημιώσεις απόλυσης.

Η τάση αυτή οδηγεί επίσης σε αναδιάρθρωση του συνδικαλιστικού τοπίου με βάση τους νέους κανόνες της αντιπροσώπευσης. Τα συνδικάτα είναι αντιπροσωπευτικά μόνο εάν είναι διεπαγγελματικά και αρκετά «μεγάλα», προκειμένου να διαπραγματευθούν απευθείας στο επίπεδο της αναπαραγωγής της μισθωτής σχέσης. Είναι αυτό που η CFDT είχε έγκαιρα προβλέψει με τον «επαναπροσδιορισμό» της στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά που η CGT μόλις αρχίζει να καταλαβαίνει.

Αυτό βέβαια επηρεάζει τις μορφές πάλης που τείνουν να επιστρέψουν σε μορφές desperados που ξεκίνησαν στην Celatex πριν από λίγα χρόνια. Εβρισκόμενοι στις χειρότερες συνθήκες, οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να προσπαθούν κερδίσουν, ακόμα και βίαια, την τιμή της εργατικής τους δύναμης ή την εξαίρεσή τους από την παύση της δραστηριότητας (πρβλ.. η σύγκρουση στην Continental και οι πρακτικές της φυλάκισης των διευθυντικών στελεχών τους τελευταίους μήνες). Οι πρακτικές αυτές σίγουρα δεν είναι ριζοσπαστικές με την έννοια ότι δημιουργούν μια άμεση ανατροπή των σχέσεων κυριαρχίας. Αυτό θα απαιτούσε να συνδεθεί ο ριζοσπαστισμός της μορφής (ο παράνομος χαρακτήρας, συμπεριλαμβανομένης της βίας) με τον ριζοσπαστισμό του περιεχόμενου (η κριτική της εργασίας και της μισθωτής σχέσης), δηλαδή, εν τέλει, να δοθεί μια θετικότητα στην εξέγερση. Αλλά είναι ριζοσπαστικές σ’ αυτό που εκφράζουν αρνητικά. Στην τρέχουσα αναδιάρθρωση, είναι η αμυντική αντιπυρική ζώνη των εργαζομένων απέναντι στην αποουσιαστικοποίησή (inessentialisation) τους. Στον μηδενισμό του καπιταλισμού δεν είναι πλέον η προοπτική του σοσιαλισμού που αντιτίθεται (ποια θετικότητα θα μπορούσαν άλλωστε να βρουν;), αλλά το τέλος κάθε αξίωσης μιας εργατικής ταυτότητας. Βέβαια, οι εσωτερικές αντιφάσεις παραμένουν, αλλά χωρίς τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα τους. Υπάρχει περισσότερο η εντύπωση ενός μονομερούς πολέμου διεξαγόμενου από το κεφάλαιο ενάντια στις «κανονικές» συνθήκες μισθωτής εργασίας, οι οποίες ενσωματώνουν ακόμα το πρότυπο του «συμβιβασμού του φορντισμού» μεταξύ των τάξεων. Οι σημερινοί αγώνες αναμιγνύουν άρρηκτα τους αντικειμενικούς προσδιορισμούς: τις συνθήκες εργασίας και ζωής που είναι πιο δύσκολες, τις ανισότητες που αναπτύσσονται λόγω της υπονόμευσης των παλαιών προτύπων και των υποκειμενικών προσδιορισμών: συνδεδεμένων με τις αρχές του παλιού συμβιβασμού (την υπεράσπιση των εργαλείων της δουλειάς στον ιδιωτικό τομέα, της αποστολής της υπηρεσίας στο δημόσιο τομέα), την αντίσταση (υπεράσπιση των «κεκτημένων»), την εξέγερση (ενάντια στο δυσβάσταχτο).

Στην δημόσια διοίκηση και τις μεταφορές, η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική από αυτή στον ιδιωτικό τομέα. Αυτοί είναι οι τομείς που βρίσκονται άμεσα, λόγω του σκοπού τους, στο επίπεδο της αναπαραγωγής του συνόλου των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Οι διεκδικήσεις είναι δυνατές, αλλά σήμερα θεωρούνται παράνομες, επειδή προέρχονται από εργαζόμενους που θεωρούνται «προνομιούχοι», δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι σε καθεστώς προστασίας. Αυτός ο παράνομος χαρακτήρας ενισχύεται άλλωστε περαιτέρω από το γεγονός ότι ο αγώνας τίθεται στο επίπεδο της συνολικής αναπαραγωγής, κάθε παραδοσιακή δράση, όπως μια απεργία, επηρεάζει όλους τους άλλους εργαζόμενους και τους μετατρέπει, στην κοινή γνώμη, σε ομήρους. Οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους τομείς έχουν επομένως την τάση να θέλουν να νομιμοποιήσουν τις πράξεις τους, προβάλλοντας ένα κριτήριο όχι άμεσα διεκδικητικό το οποίο είναι η υπεράσπιση της αποστολής της δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό επιτρέπει σίγουρα να αγωνιστούν ενάντια στην επιταχυνόμενη εμπορευματοποίηση (μεταφορές, ηλεκτροδότηση, αέριο, ταχυδρομεία) ή υφέρπουσα (σχολείο), αλλά έχει το μειονέκτημα του περιορισμού σε μια μη-κριτική άμυνα σε αυτό που υπάρχει ακόμη (το δημοκρατικό σχολείο, τον κοσμικό χαρακτήρα, την ισότιμη πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες), σαν αυτές οι υπηρεσίες να αποτελούν ένα ιδανικό συμβίωσης.

Είναι δύσκολο επομένως να προσδιοριστεί αυτό που ονομαζόταν παλαιότερα οι κύκλοι των αγώνων (ο τελευταίος ήταν αυτός του 1968 - 1979), ενώ από καιρό σε καιρό, οι εκρήξεις συμβαίνουν χωρίς όμως σαφείς αναφορές στις ταυτότητες ή τις ταξικές γραμμές (αγώνες ανέργων, εξέγερση των γαλλικών προαστίων, ταραχές στην Ελλάδα και στην Καραϊβική) και οι αγώνες συμβαίνουν στους τομείς της αναπαραγωγής και όχι της παραγωγής γύρω από τα ζητήματα της αλληλεγγύης (αγώνας των χωρίς χαρτιά) και την ισότητα (περιθώρια δίκτυο εκπαίδευσης). Αυτός είναι επίσης ο λόγος που διατηρούμε την προοπτική μιας επανάστασης, αλλά «με τίτλο τον άνθρωπο», επειδή αυτοί οι διαφορετικοί αγώνες είναι περισσότερο α-ταξικοί παρά διαταξικοί. Για ένα άλλον κύκλο αγώνων θα πρέπει να αρχίσουν να οικοδομούνται γέφυρες μεταξύ των διαφόρων τομέων, αλλά προς το παρόν, οι άνεργοι το 1998 δεν συναντήθηκαν με τους υπαλλήλους το 2003, οι οποίοι δεν συναντήθηκαν με τη νεολαία των προάστιων του 2005, και οι οποίοι επίσης δεν συναντήθηκαν με τους μαθητές της αντι- CPE το 2006. Μπορούμε μάλιστα να πούμε, αντίθετα, όπως φαίνεται, ότι τα κινήματα αυτά οικοδομήθηκαν μέσα στο διαχωρισμό τονίζοντας τις ιδιαιτερότητές τους.

Όχι μόνο δεν έχουμε να κάνουμε με μια νέα «ταξική σύνθεση», όπως αυτή που επικράτησε τόσο στους ιταλούς εργατιστές στον προηγούμενο κύκλο αγώνων, αλλά υπάρχει μια αποσύνθεση της μισθωτής εργασίας, με ισχυρές εσωτερικές; εντάσεις. Το μίσος για τους δημοσίους υπαλλήλους μεταξύ των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα, την υπεράσπιση του εγγυημένου καθεστώτος στο δημόσιο τομέα για να αποτρέψουν την τάση υποβάθμισης της δημόσιας υπηρεσίας και στον ιδιωτικό τομέα για να αποτρέψουν την τάση για επισφάλεια, εχθρότητα των εργαζομένων «στην εργασία» ενάντια στην διεκδίκηση ενός εγγυημένου εισοδήματος για τους δυνητικούς εργαζόμενους που δεν είναι επίσημα «στην εργασία», δυσπιστία έναντι των αδήλωτων εργαζόμενων υπονοώντας ότι «τους παίρνουν την εργασία.»

Όλα αυτά δεν ωθούν ακριβώς σε ενιαίο αγώνα και γι ’αυτό τα καλέσματα των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων θεωρούνται ως ανεπαρκή, δεδομένου ότι επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια φαινομενική ενότητα, που δεν στηρίζεται σε κοινούς αγώνες.

Σε αντίθεση με ότι πιστεύαμε τα έτη 60-70, η επέκταση της μισθωτής εργασίας δεν έχει ως αποτέλεσμα μια επέκταση της προλεταριοποίησης, αλλά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των εργαζομένων που η κοινωνιολογική ιδέα της μέσο-όρο-ποίησης της κοινωνίας δεν μπορεί να εκφράσει επαρκώς όπως δείχνουν σήμερα πάρα πολλές μελέτες σχετικά με την αυξανόμενη ανισότητα. Ακόμη τα φαινόμενα της τρέχουσας φτωχοποίησης στις κυρίαρχες καπιταλιστικές χώρες δεν περνούν πλέον αυτόματα από αυτή την προλεταριοποίηση αλλά επίσης από μια ανανεωμένη μορφή μιας «λούμπεν προλεταριοποίησης».

 

Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας από τη μία πλευρά και η ανάπτυξη των εσωτερικών ανισοτήτων της μισθωτής εργασίας από την άλλη πλευρά τείνουν να προκαλούν μια διαφοροποίηση κατά επίπεδο, για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει. Η μεσαία και ανώτερα στελέχη του ιδιωτικού τομέα είναι άμεσα αντιπρόσωποι του επιπέδου 1, ενώ τα ελεύθερα επαγγέλματα και τα πολυάριθμα καλλιτεχνικά, πολιτιστικά ή αθλητικά επαγγέλματα σχετίζεται με αυτό έμμεσα, μέσω της συμμετοχής και της ένταξής τους σε ένα παγκοσμιοποιημένο νέο-μοντερνισμό. Οι κρατικοί υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι σε ειδικό καθεστώς προστασίας του ιδιωτικού τομέα βρίσκονται στο επίπεδο 2 είτε ως φορείς της εσωτερικής αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων για τους πρώτους, είτε ως «παραγωγικοί» εργαζόμενοι στους παραδοσιακούς τομείς της βιομηχανίας για τους δεύτερους. Τέλος, στο επίπεδο 3, υπάρχουν πολλοί μισθωτοί με χαμηλή ειδίκευση στον τομέα των κατασκευών, στα δημόσια έργα, στο βιομηχανικό καθαρισμό, στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, εργαζόμενοι σε υπηρεσίες, νεολαία, γυναίκες, μετανάστες κλπ. που βιώνουν όλοι μια κατάσταση πολύ επισφαλή, αλλά σε διαφορετικό βαθμό.

Απορροφηση των θεσμικων διαμεσολαβησεων και κεφαλαιοποιημενη κοινωνια

Ο καπιταλισμός δεν έχει επιτύχει μια δυνατότητα του, η οποία θα ήταν η παραγωγή μιας συνολικής εξημέρωσης. Σίγουρα, έχει ενσωματώσει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις ροές της κεφαλαιοποίησης: είναι η τάση του κεφαλαίου να γίνει ένα μέσο, ​​μια κουλτούρα, με λίγα λόγια μια κοινωνία, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί μια τάση που το περιοδικό Invariance ορίζει ως την επίτευξη μιας «υλικής κοινότητας του κεφαλαίου.» Αυτό εκδηλώνεται ιδίως με τη διάλυση των θεσμικών διαμεσολαβήσεων του έθνους-κράτους, διαμεσολαβήσεις που ενσωματώνονται μέσα στα τεχνικά και διυποκειμενικά δίκτυα που παρουσιάζονται ως «φυσικός» κόσμος για την ανθρωπότητα σήμερα. Αλλά ακριβώς, οι κοινωνικές σχέσεις διαμεσολάβησης που παραμένουν (σχολείο, μισθωτή σχέση, στέγαση, υγεία, κ.λπ..) έρχονται σε ένταση με τις δυνάμεις αμεσοτισμού και εικονικότητας που θέτουν τα άτομα σε άμεση σύνδεση με τα προϊόντα της παγκοσμιοποίησης.

Η μορφή-κοινωνία δεν έχει διαλυθεί εντελώς, ακόμη και αν η άμεση μορφή του δικτύου κυριαρχεί στη διαδικασία της ολοποίησης κεφαλαίου, γεγονός που φαίνεται να εκπληρώσει το όνειρο των υπερ-φιλελεύθερων να αφαιρέσει οποιαδήποτε κοινωνία που δεν είναι άμεσα το άθροισμα των ελεύθερων ατόμων της. Αλλά η τάση ατόμου / κοινότητας, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει στις συζητήσεις και τους αγώνες γύρω από το ζήτημα της συμβίωσης, της αλληλεγγύης μας οδήγησε να υιοθετήσουν την διατύπωση της «κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας» για να χαρακτηρίσουμε τη σημερινή κατάσταση.

Σε αυτή τη διαδικασία ολοποίησης του κεφαλαίου, είναι όλες οι διαμεσολαβήσεις των δύο προηγούμενων φάσεων που έρχονται σε κρίση.

- Πρώτα απ ’όλα αυτή της εργασίας, όπως μόλις είδαμε. Είναι ολοένα και πιο προφανές ότι η εργασία είναι «εκ του περισσού», επειδή το κεφάλαιο τείνει να αυτο-προϋποτίθεται έξω από την εξάρτησή του από την ζωντανή εργασία, με την κυριαρχία της νεκρής εργασίας. Η εργασία δεν είναι πλέον φορέας μιας έννοιας θετικότητας (το επάγγελμα) στο πλαίσιο της κοινότητας της εργασίας, ανεξάρτητα από τον αλλοτριωμένο χαρακτήρα της από την καπιταλιστική ιδιοποίησή της. Η εργασία δεν είναι πλέον παρά μια λειτουργία προσδιοριζόμενη από το κεφάλαιο και το νόημά της μειώνεται στο γεγονός ότι είναι προϋπόθεση του εισοδήματος. Η μείωση αυτή είναι δυνατή μόνο επειδή η παλαιά κοινότητα της εργασίας μειώθηκε σε σχεδόν τίποτα από την εξατομίκευση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής 49. Προσοχή όμως, δεν λέμε ότι υπάρχει «τέλος της εργασίας», διότι στην πραγματικότητα, πάντα δημιουργεί απασχολήσεις, αλλά αυτές δεν θεωρούνται (εκτός ίσως από τον αγγλοσαξονικό κόσμο) ως «πραγματική εργασία» αλλά ως δουλειές «του ποδαριού ». Η δύναμη της εργασίας έγινε μη-ουσιώδης στην αξιοποίηση, αλλά συνεχίζει ως πειθαρχία. Το γαλλικό κράτος θέλει, για παράδειγμα, να αποκαταστήσει την τιμή της αξίας της εργασίας, όταν το κεφάλαιο σήμερα παράγει ακριβώς την «χαμένη τιμή της εργασίας 50 «

Κατά τη γνώμη μας πρέπει να εγείρουμε μια αμφιβολία σχετικά με το θέμα της «εργασίας ως καθαρή πειθαρχία.» Η μισθωτή εργασία υπήρξε ανέκαθεν μια δραστηριότητα κατ’ εντολή, ακόμη και αν ο θεσμός της μισθωτής σχέσης προϋποθέτει την ύπαρξη των «ελεύθερων» εργαζομένων. Η κατάργηση των νόμων για τους φτωχούς (που ο Μαρξ θεώρησε θετική) και άλλα μέτρα, όπως η «περιφράξεις» επέτρεψαν να δημιουργηθεί ένας καταναγκασμός προς την εργασία για τους προλετάριους που ορίζονται ως » sans réserves (χωρίς εναλλακτικές λύσεις επιβίωσης)» (τα επιδόματα για τους φτωχούς, το δικαίωμα βόσκησης στους «κοινόχρηστους» χώρους αποτελούσαν εναλλακτικές για να μην εισέλθουν στην μισθωτή εργασία). Η αναφορά, εκείνη την εποχή, σε «ένα εφεδρικό βιομηχανικό στρατό» (Μαρξ) λέει τι αυτό σημαίνει.

Ομοίως, το εργοστάσιο συνιστούσε ένα εγκλεισμό πολύ πριν ο Φουκώ διατυπώσει την θεωρία των «εγκλεισμών». Η επιστημονική οργάνωση της εργασίας του Taylor και η αλυσίδα του Φορντισμού είχαν βίαια πειθαρχήσει το εργατικό δυναμικό. Η απόδειξη είναι ότι ο Τρότσκι 51 και ο Λένιν 52 σχεδίασαν μια «στρατιωτικοποίηση» του σοβιετικού εργατικού δυναμικού πάνω στο ίδιο μοντέλο.

Αυτός ο καταναγκασμός προς την εργασία εξακολουθεί βέβαια να υπάρχει όπως και πολλές πτυχές της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας που επιμένουν. Καταναγκασμός στην εργασία και πειθάρχηση γνωρίζουν διαδοχικά στιγμές χαλάρωσης (εξαφάνιση των εξειδικευμένων τεχνιτών και των επιπέδων ιεραρχίας με την εγκατάσταση των ψηφιακών τεχνολογιών στα εργοστάσια και σε ένα άλλο επίπεδο, η εφαρμογή των προγραμμάτων βοήθειας για τους ανέργους (RMI)) και έντασης (αύξηση των επιπέδων ιεραρχίας στις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων, μείωση των επιδομάτων ανεργίας και της διάρκειάς τους, άρνηση εφαρμογής ενός συστήματος εγγυημένου εισοδήματος, προσπάθεια να μετατραπεί κάθε δραστηριότητα σε εργασία με τις νέες επαγγελματικοποιήσεις; (professionnalisations) 53, αλλαγή του ρόλου του οαεδ, δημιουργία σχεδίων βοήθειας για την επιστροφή στην απασχόληση). Αλλά δεν είναι στο πλαίσιο αυτό που μιλάμε για «πειθαρχία». Μιλάμε γι ’αυτό σε σχέση με ένα πλαίσιο που είναι «η από-ουσιαστικοποίηση (inessentialisation) της εργατικής δύναμης», όταν η δουλειά γίνεται απλά μια απασχόληση. Δεδομένου ότι τείνει να μην είναι πλέον παρά μια λειτουργία στο πλαίσιο ενός συστήματος κατανομής εισοδημάτων. Αυτό το σύστημα της κατανομής εισοδήματος είναι το ίδιος όλο και λιγότερο αποτελούμενο από άμεσο εισόδημα (μισθοί), επειδή κοινωνικοποιείται ολοένα και περισσότερο εισοδήματα αναδιανομής ή κοινωνικά). Δεν πιστεύουμε στην πραγματικότητα ότι η τάση είναι για μια αντιστροφή αυτής της κίνησης. Παρ ’όλες τις δηλώσεις των νεο-φιλελεύθερων και τις κραυγές της Κασσάνδρας από την άκρα αριστερά, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και η Κίνα έχει απλά αναβάλει τη στιγμή να το πράξει. Στη ίδια την Γαλλία, η δημιουργία του CMU δεν αποτελεί εξαίρεση. Η διαφορά με την προηγούμενη περίοδο είναι ότι η κοινωνικοποίηση των εισοδημάτων δεν είναι πλέον μόνο με βάση το εισόδημα από εργασία.

Αλλά τι εννοούμε με τον όρο «από-ουσιαστικοποίηση (inessentialisation) της εργατικής δύναμης»;

Κατ ’αρχάς, στο επίπεδο της εργασίας, αυτή χάνει το εγγενές νόημά της. Μη δίνοντας στην εργασία, στη συνείδηση του σύγχρονου ατόμου, αυτού που αποκαλούμε «δημοκρατικό άτομο», παρά μόνο την αφηρημένη αντιστάθμιση του χρήματος, οι νέες μορφές κυριαρχίας θολώνουν εντελώς τις παλιές αναφορές, όπως αυτές των εργατικών αξιών. Αξίες που ανέδειξαν την Πρόοδο, την σχέση μεταξύ της παραγωγικής εργασίας και της μετατροπής του κόσμου, την αλληλεγγύη. Ο νόμος για το 35ωρο πυροβολήθηκε από τη χρήση (και την απαίτηση) των υπερωριών, το «Δουλέψτε περισσότερο για να κερδίσετε περισσότερα» του Σαρκοζί είναι έκφραση αυτής της αποσύνθεσης της συλλογικής εργασίας, προς όφελος μιας πορείας όλο και πιο εξατομικευμένης. Ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος επομένως να εργάζεται εθελοντικά, για να ξαναδώσει νόημα σε μια «εργασία» που έχει χάσει κάθε πραγματική αξία 54, αλλά εξακολουθεί να του είναι απαραίτητη για να επιβιώσει.

80Δεύτερον, από-ουσιαστικοποίηση του ίδιου του εργαζόμενου. Έχουμε δει στην ανάλυσή μας για την τάση για αξιοποίηση εκτός της ζωντανής εργασίας 55 και το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπάρχουν εργαζόμενοι οι οποίοι κατασκευάζουν δεν το ακυρώνει, αλλά το βλέπουμε επίσης στην τάση υποκατάστασης κεφαλαίου / εργασίας στην παραγωγή (με την κυριαρχία της «νεκρής εργασίας»), όπως και στην κυκλοφορία (με την εισαγωγή του κάθε επεξεργασίας δεδομένων) και, τέλος, βλέπουμε τη μετατροπή του εργαζόμενου σε «ανθρώπινους πόρους» που πρέπει να λεηλατηθούν σύμφωνα με το μοντέλο των φυσικών πόρων.

Επιπλέον, είναι η ίδια η εικόνα του εργαζομένου που γίνεται μη αντιπροσωπευτική γιατί κανείς δεν αναγνωρίζει σ’ αυτή τον εαυτό του: εμφανίζεται ως κάποιος που βλάπτει τους άλλους είναι επειδή είναι «πάντα σε απεργία» (για τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα), ή αυτός που ρυπαίνει το περιβάλλον (οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια χημικών ή άλλα), ή ένας που εμποδίζει την κυκλοφορία (ο οδηγός του φορτηγού που τολμά να προσπεράσει στον αυτοκινητόδρομο και επιπλέον παίρνει τους τουρίστες όμηρους όταν είναι δυσαρεστημένος).

Η κοινωνία της εργασίας της οποίας μοντέλο παραμένει η αστική κοινωνία της εποχής των δύο βιομηχανικών επαναστάσεων ήρθε στο τέλος της και δεν υπάρχουν λόγος για λύπη. Αλλά η κοινωνία του κεφαλαίου δεν τελείωσε με την εργασία γιατί όπου καταστρέφεται η παραγωγική ζωντανή εργασία (γίνεται «περιττή», εξού και η συρρίκνωσή της ακόμη και σε περιόδους αύξησης των κερδών), πρέπει να αναδημιουργηθεί ως απασχόληση που θα γίνει «χρήσιμη» (ο σεκιουριτάς αντικαθιστά τον εργαζόμενο στην μεταλλουργία). Φυσικά αυτό απαιτεί μια αλλαγή διάστασης. Οι μεμονωμένοι επιχειρηματίες απολύουν ενώ το κράτος και οι εκπρόσωποι των επιχειρηματιών που αποφασίζουν για τις δυνατότητες επανένταξης. Για παράδειγμα, το κράτος αποφασίσει τις προτεραιότητες για τη μείωση των τελών για τις επιχειρήσεις ανάλογα με το αν θα προσλαμβάνουν νέους ή μακροχρόνια ανέργους ή «ηλικιωμένους», κλπ.. Το κράτος αποφασίζει επίσης την το επιτρεπόμενο ποσοστό των απολύσεων: μια αμερικάνικη προσομοίωση στα τέλη της δεκαετίας του 90 υπολόγισε σε 50% τον αριθμό των εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να απολυθούν χωρίς αλλαγή της παραγωγικότητας. Στη Γαλλία, είναι η κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τη διαχείριση των υπεραγορών που αποφασίζουν τη εγκατάσταση ή όχι και σε ποια αναλογία των μηχανών αυτόματης πληρωμής. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εργασία δεν είναι πλέον ουσιαστικά αυτό που κάνει ο εργαζόμενος στο πεδίο της «οικονομίας», αλλά μια κοινωνική και πολιτική σχέση κυριαρχίας που αντανακλά το φόβο ενός νέου «κοινωνικού ζητήματος». Είμαστε σε μια περίοδο πολύ διαφορετική από αυτή της εποχής των «επικίνδυνων τάξεων» που θα έπρεπε να ενταχθούν εθελοντικά ή δια της βίας στη διαδικασία της βιομηχανοποίησης και της αστικοποίησης επειδή ήταν αναγκαίες, αλλά πιο κοντά σε κάποιες πλευρές, στο βαθμό που αφήνει να αποκαλυφθούν οι «αποκλεισμένοι» από την αναδιάρθρωση που θα πρέπει όχι να ενσωματωθούν στη διαδικασία που μόλις είδαμε ότι έχουν απορριφθεί, αλλά πρέπει να συνδεθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Εξ ου όλα τα κοινωνιολογικά ζητήματα από την άποψη του «κοινωνικού δεσμού» προς αποκατάσταση. Εξ ου και η σημασία που λαμβάνουν σήμερα οι προληπτικές διαδικασίες ελέγχου έναντι των νέων (φακέλωμα από την σχολική ηλικία, νέοι νόμοι για τους ανηλίκους, κ.λπ..) και η τάση ποινικοποίησης των αγώνων.

Παράλληλα, συνοδεύοντας ιδεολογικά κατά κάποιο τρόπο, τα κέντρα εξουσίας προβάλουν την αξία της εργασίας, σαν αντιστάθμιση της απώλειας της κεντρικότητας της ίδιας της εργασίας. Επίσης συμπληρωματικά, ιδιαίτερα σε περιόδους υψηλής ανεργίας, προβάλλεται η «ελεύθερη εργασία», μέσω της δυνατότητας σύστασης της δικής τους μικρής επιχείρησης και στην πραγματικότητα οι νεοσύστατες επιχειρήσεις αυξάνουν σημαντικά κρύβοντας προσωρινά την κρίση της μισθωτής εργασίας. Σήμερα, όλες οι συζητήσεις, που υποτίθεται ότι θέτουν την εργασία στο κέντρο της κοινωνίας εξυπηρετούν πρώτα τον έλεγχο του πληθυσμού των ανέργων και δευτερευόντως να επαναφέρουν το ήθος αυτών που πιστεύουν ακόμα πραγματικά στις παλιές αξίες της εργασίας και ενοχλούνται τόσο από τις δραστηριότητες των μεγάλων αρπακτικών και άλλων επιχειρηματιών όσο και από τα μέτρα βοήθειας για τους «φτωχούς». Ενώ ο παραδοσιακός ειδικευμένος εργάτης που προσπαθεί να πολεμήσει ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου, εκδηλώνοντας τον «επαγγελματισμό» του, ο σύγχρονος εργαζόμενος δεν έχει πλέον τη δυνατότητα απόσυρσης και επιστροφής στην ιδιωτική ζωή.

Κατόπιν, εκείνη του κράτους πρόνοιας με την «κοινωνική δημοκρατία» του. Το κράτος επικεντρώνεται στις ρυθμιστικές λειτουργίες του χωρίς να επιστρέψετε στην αρχική μορφή του αστυνομικού κράτους. Πράγματι, επιχειρεί να κοινωνικοποιήσει αυτές τις λειτουργίες με την επέκταση του πέπλου προστασίας (ελέγχου) έως το πεδίο της καθημερινής συμπεριφοράς των ατόμων 56. Αναπτύσσει ένα είδος δημοκρατικής κοινωνικοποίησης που λειτουργεί ως κράτος-δίκτυο με μια πληθώρα συνεργαζόμενων οργανώσεων.

Αν, ήδη το κράτος υπό την μορφή του κράτους πρόνοιας δεν αντιστοιχεί σε αυτό που ο μαρξισμός αποκαλεί το επίπεδο του «εποικοδομήματος» των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, με την μορφή του κράτους-δικτύου δεν υπάρχει καν το ερώτημα των επιπέδων και της καθαρής διαφοράς μεταξύ «βάσης» και «εποικοδομήματος». Είναι η ραχοκοκαλιά της συνολικής δομής και η λειτουργία του είναι η οργάνωση των σχέσεων εξουσίας στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του δικτύου, όπως οι αποτελεσματικοί συμβιβασμοί μεταξύ των πραγματικών αλλά διαφοροποιημένων εξουσιών. Συνοψίζει το όλον ως αναπαράσταση της κοινωνικής εξουσίας.

Βλέπουμε μια συμβίωση μεταξύ κράτους και κεφαλαίου. Τα σχέδια ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν αντιπροσωπεύουν τις προσπάθειες ηθικοποίησης του κεφαλαίου, ακόμη και όταν αυτά περνούν από εθνικοποιήσεις των τραπεζών όπως στη Βρετανία. Για παράδειγμα, στη Γαλλία ή τη Γερμανία, η σχέση μεταξύ των κρατικών και θεσμικών επενδυτών είναι τέτοια ώστε η διαφορά μεταξύ της δράσης των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων χάνει το νόημά της. Και όπως όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν στόχο να παρέμβουν σε ένα παγκοσμιοποιημένο επίπεδο, δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα επίκλησης ενός εθνικού-καπιταλιστικού δρόμου 57 για τον τερματισμό της κρίσης. Δεν είμαστε πλέον στην δεκαετία του 30 και την επιστροφή στην «πραγματική οικονομία» δεν την επικαλούνται οι φασίστες, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες που απαιτούν μια κεϋνσιανή τόνωση της ζήτησης, σε παγκόσμιο ή τουλάχιστον ευρωπαϊκό επίπεδο.

Δεν είναι πλέον δυνατόν να αντιπαραθέσουμε ένα καπιταλισμό που σκέφτεται σαν κράτος σε ένα κράτος που σκέφτεται σαν καπιταλισμός. Αυτό βασίζεται πάντοτε στην ιδέα της εργαλειοποίησης της μιας δύναμης ενάντια στην άλλη, το οποίο ήταν ήδη αμφίβολο και στην προηγούμενη φάση. Δεν είναι πλέον δυνατόν, ούτε να αντιπαραθέσουμε πολιτική και οικονομία, όπως στις ημέρες του έθνους-κράτους, όταν μια κυβέρνηση θα μπορούσε να θέσει την πολιτική της απόφαση της ενάντια στην τάση της γενικής εξέλιξης (οι κρατικοποιήσεις του 1981-82 στην Γαλλία στη μέση της περιόδου της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο).

Αυτή η συμβίωση μεταξύ του κράτους και του κεφαλαίου εντός του επιπέδου 1 συμβολίζει τον σημερινό καπιταλισμό. Αυτό δείχνει ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ούτε το σύστημα ούτε μια ουσία που βρίσκεται στα πράγματα, αλλά το πλαίσιο και η εκδήλωση του φαινομένου της εξουσίας. Το γεγονός ότι η εξουσία αυτή εμφανίζεται με τη μορφή του κράτους ως κοινωνική δύναμη, όχι μόνο πολιτική ή κατασταλτική, θέτει σήμερα ένα πρόβλημα σε όλες τις κριτικές που αναφέρονται στο κράτος. Ένα πρόβλημα που, δυστυχώς, οι αναρχικοί 58 και «οπαδοί της κομουνιστικοποίησης 59 » πολύ σπάνια εγείρουν.

Σε μια ίδια κίνηση, οι εταιρείες (και όχι πλέον το εργοστάσιο 60) και το κράτος με την μορφή δικτύου, διεισδύουν και διαπερνούν τις κοινωνικές σχέσεις. Γι ’αυτό, χρειάστηκε οι μεγάλοι θεσμοί να αντιμετωπίζουν μια κρίση. Στην Ιταλία, θα είναι ιδιαίτερα σαφές όσον αφορά το χριστιανοδημοκρατικό κράτος σε γενικές γραμμές, οι μυστικές υπηρεσίες του, η αστυνομία του και η δικαιοσύνη του από τη μία πλευρά, το μεγάλο εργοστάσιο σύμφωνα με το μοντέλο της Fiat από την άλλη. Και στις δύο περιπτώσεις, οι εργατικοί και φοιτητικοί αγώνες δεν πήγαν χαμένοι, αλλά η ήττα τους έχει δημιουργήσει μια νέα μορφή αναδιάρθρωσης, μέσω της διάδοσης των νέων τεχνολογιών πληροφορικής. Η Benetton είναι ένα καλό παράδειγμα αυτής της αναδιάταξης στην Ιταλία και αυτή η δυναμική θα θεωριτικοποιηθεί από τον Νέγκρη με την αμφίβολη έννοια της «πολιτικής της επιχειρηματικότητας».

Αυτή η αναδιάρθρωση δεν είναι αυστηρά αντιδραστική όπως στην περιοδολόγηση του Μαρξ. Πράγματι, αυτή η περιοδολόγηση παρουσιάζει κύκλους αγώνων και επαναστάσεων ακολουθούμενων από κύκλους αντ- επαναστάσεων που φαινόταν ως μια επιστροφή στο παρελθόν, επειδή η ιστορική περίοδο, αυτή που πηγαίνει από το 1830 έως 1870, είναι πράγματι χαρακτηρισμένη από τέτοιες εναλλαγές 61. Αλλά αυτό δεν είναι πλέον ζήτημα κατά το τελευταίο τρίτο του xixου αιώνα, όπου οι αγώνες για τις ώρες εργασίας θα αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη του παγίου κεφαλαίου και της παραγωγικότητας της εργασίας από τη μία πλευρά και την βελτίωση των συνθηκών για την εργατική τάξη και την σταδιακή ενσωμάτωσή της στην κοινωνία από την άλλη. Αυτή η διαλεκτική της ταξικής πάλης έκλεισε, συγκεκριμένα, με την τελευταία προλεταριακή επίθεση και την εξέγερση της νεολαίας μεταξύ 1965 και 1978. Κλείνει με μια ήττα της επαναστατικής προοπτικής, αλλά δεν ακολουθείται από έναν κύκλο αντ-επανάστασης επειδή δεν υπήρξε καμία επανάσταση. Είμαστε ήδη σε ρήξη με το ιστορικό νήμα των προλεταριακών αγώνων και μια φάση ενσωμάτωσης του ταξικού ανταγωνισμού. Θα είμαστε μάρτυρες στη συνέχεια στο παράδοξο της κοινής έκρηξης αυτού που τα μέσα ενημέρωσης αποκαλούν φιλελεύθερη-ελευθεριακή επανάσταση και στην εμφάνιση μιας νεο-συντηρητικής ιδεολογίας και όλα αυτά μέσα σε μόλις είκοσι χρόνια.

Ο Μπερλουσκόνι αποτελεί μια εμβληματική φιγούρα της συγχώνευσης των δύο αυτών κινήσεων: της μεταμόρφωσης του κράτους-θεσμού σε κράτος-δίκτυο και της μετατροπής των παλαιών φρουρίων των εργαζομένων σε δίκτυα παραγωγής (Prato) και τηλεπικοινωνιών (Mediaset). Το κράτος και η εταιρεία τείνουν να εισβάλουν στο σύνολο του χώρου των κοινωνικών σχέσεων και στο σύνολο της γλώσσας επίσης, αλλά δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια μονολιθική κίνηση με τη δημιουργία ενός νέου Λεβιάθαν ή ενός «1984» του Όργουελ. Οι νέες τεχνολογίες πληροφοριών, αποτέλεσαν το κύριο όχημα για αυτές τις αλλαγές που έχουν επιτύχει τον άθλο μιας ολοποίησης σε δίκτυο62.

Μέσα στην κρίση των θεσμών, ο διαχωρισμός των εξουσιών, όπως στην θεωρία του Μοντεσκιέ για παράδειγμα, δεν είναι πλέον ένα χαρακτηριστικό αυτών που ονομάζουμε «κεφαλαιοποιημένες κοινωνίες.» Το σταθερό σημείο με ό, τι έχουμε ήδη αναπτύξει, είναι το γεγονός ότι οι νόμοι τείνουν να αντικαταστήσει το Νόμο. Είναι όλα τα όρια που γίνονται δυσδιάκριτα: μεταξύ των κανονισμών και προτιμήσεων (σύγχυση μεταξύ γκέι δικαιωμάτων και νομικού σεβασμού μιας σεξουαλικής προτίμησης, για παράδειγμα), μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας (έχετε ή όχι το δικαίωμα να φιλοξενήσετε όποιον θέλετε στο σπίτι σας), μεταξύ δημοκρατίας και ολοκληρωτικού συστήματος (αντιτρομοκρατικοί νόμοι, Γκουαντάναμο). Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι μιλούν σήμερα για την κυβέρνηση Σαρκοζί, για ένα καθεστώς με τάσεις Vichy (Μπαντιού). Αλλά αυτό δεν είναι επειδή ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή κάποιοι νόμοι μπορεί να μας θυμίζουν ότι είμαστε στην ίδια κατάσταση. Κάνοντας τον Σαρκοζί ή τον Μπερλουσκόνι μορφές ενός είδους νεο-φασισμού συσκοτίζει το γεγονός ότι είναι επίσης μεγάλες μορφές του φιλελευθερισμού, κήρυκες της ελεύθερης αγοράς. Το ότι γι ’αυτούς ο μεγαλύτερος εχθρός δεν είναι το προλεταριάτο, αλλά ο υπάλληλος λέει πολλά για τη μετατροπή του κράτους, των κοινωνικών σχέσεων και του πολιτικού προσωπικού.

Η λειτουργία της οργάνωσης της γραφειοκρατίας, με το νόημα που δίνει ο Βέμπερ στην λέξη, τώρα μειώνεται στην σχολαστική μετάδοση και εφαρμογή των εντολών. Αυτό το φαινόμενο επηρεάζει το μικρό υπάλληλο, ο οποίος, για παράδειγμα, έχει ζήλο στο κυνήγι των παράνομων μεταναστών πιστεύοντας έτσι ότι θα ξεφύγει από τις μελλοντικές μειώσεις του προσωπικού που θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια ενδεχόμενη ιδιωτικοποίηση σε βάρος του «σώματος» των υπαλλήλων. Αυτά τα «κακά λιπαρά», όπως είπε ο υπουργός Εθνικής Παιδείας, Κλοντ Αλέγκρε το 2000. Αλλά το φαινόμενο αυτό απορρόφηση των γραφειοκρατιών επηρεάζει επίσης τους ανώτερους υπαλλήλους των οποίων η αυτονομία και η πρωτοβουλία περιορίζεται όλο και περισσότερο (πρόσφατες παρακάμψεις νομαρχών, πρυτάνεων, επιθεωρητών εκπαίδευσης, δικαστών). Είναι αυτή η θέση «κατ’ εντολή» που αφαιρεί οποιαδήποτε συνοχή από τους θεσμούς και μειώνει τη νομιμότητά τους στα μάτια των πολλών. Σε αυτή τη βάση, γίνεται εύκολο να μειωθεί ο αριθμός των υπαλλήλων από τη στιγμή που η κρατική δράση δεν μετριέται πλέον από την άποψη της δημόσιας εξουσίας, αλλά από την άποψη της διαχείρισης και της αποδοτικότητας. Αυτή η ιδεολογία βασίζεται στην κοινή αντίληψη που πιστεύει ότι ο υπάλληλος δεν εργάζεται αρκετά ή καθόλου (αυτή είναι για παράδειγμα η κυρίαρχη αντίληψη στο χώρο των ελεύθερων επαγγελματιών) ή αλλιώς, είναι αντιπαραγωγικός και επιβαρύνει τους παραγωγικούς (αυτή ήταν η θέση του παραδοσιακού εργατικού κινήματος). Το αποκορύφωμα επιτυγχάνεται όταν αυτή η δημοφιλής κοινή λογική δεν αποδίδεται στην άκρα δεξιά, αλλά κλίνει προς τα αριστερά για να ζητήσει περισσότερες κράτους… και επομένως περισσότερους υπαλλήλους. «Το ιδιωτικό» θεωρείται επομένως το «κακό», που αναγνωρίζεται ότι είναι της ιδιοκτησίας και του ιδιωτικού συμφέροντος. Η κοινή ευπρέπεια του J.-C. Michéa πραγματικά υπονομεύεται από την πραγματικότητα των λαϊκιστικών αντιδράσεων.

Ξεχνάμε ότι ήταν δυνατή, σε ορισμένες στιγμές στην ιστορία (και ακόμα σήμερα), η δημιουργία συλλογικών υπηρεσιών (αμοιβαιότητα, συνεταιρισμοί), ως μέρος μιας επαναστατικής προοπτικής.

Οι πρόσφατες αλλαγές στον θεσμό της δικαιοσύνης πάνε προς αυτή την κατεύθυνση. Κατ ’αρχήν, σε μια δημοκρατία, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά από τη συνεχή και αταλάντευτη δράση της δημόσιας εξουσίας που δίνει δικαστές τα μέσα για να ασκήσουν την δικαστική εξουσία τους ανεξάρτητα από πιέσεις οικονομικές, πολιτικές, θρησκευτικές ή άλλες. Συμπεριλαμβανομένων των πιέσεων που θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να ασκήσει το ίδιο το κράτος, όπως αυτό ενσαρκώνεται σε μια πολιτική δύναμη που έχει, ως τέτοια, συγκεκριμένα συμφέροντα. Αυτό είναι, κατ ’αρχήν, που θεμελιώνει το διαχωρισμό των εξουσιών σε μια δημοκρατία. Αλλά σήμερα είμαστε μάρτυρες της εξαφάνισης των ενδιάμεσων φορέων του κράτους 63. Ο τρόπος που ο Μπερλουσκόνι και ο Σαρκοζί χειρίζονται τους δικαστές είναι ενδεικτικός της τάσης να ενσωματωθεί άμεσα ο δικαστικός θεσμός στην εκτελεστική εξουσία 64.

Όλα αυτά δεν γίνονται εύκολα και σε μια μέρα. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας που ξεκίνησε, όταν τα μέλη της εκτελεστική εξουσία έχουν αναζητήσει διάφορες στρατηγικές για να αποφύγουν τα ίδια τις δικαστικές αρχές στις περιπτώσεις στις οποίες ήταν άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενα. Οι δικαστές έχουν μερικές φορές προσπαθήσει να αντισταθούν ή να υπερασπιστούν μια άλλη άποψη για το κράτος όπως κατά τη διάρκεια του αγώνα του ιταλικού κράτους ενάντια στα ένοπλα κινήματα της δεκαετίας του ’70 και στη συνέχεια στην επιχείρηση mani pulite. Όμως, η επιθυμία για ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας έχει χάσει τη δημοτικότητά της και τη δημοκρατική της νομιμότητα από τη στιγμή που στηρίζεται σε μια ίδια άρνηση του Νόμου (νόμος για τους μετανοημένους, εξατομίκευση και συμβασιοποίηση των ποινών) με αυτή που επέκριναν για άτομα που κατηγορήθηκαν και από την στιγμή που εμβληματικοί δικαστές έχουν ενταχθεί στην σφαίρα της πολιτικής ψηφοθηρίας (Di Pietro στην Ιταλία, Jeanpierre και τώρα ο Joly στη Γαλλία).

Τα συνδικάτα δέχονται άμεσα επίθεση 65 ή, κάποια, απο-νομιμοποιούνται. Οι θεσμοί απορροφούνται όπως η Δικαιοσύνη, η οποία εγκαταλείπει το Νόμο προς όφελος των νόμων και της συμβασιοποίησης της κοινωνίας. Οι χώροι της κρίσιμης κοινωνικοποίησης (όπως π.χ. στο σχολείο), υπάρχουν μόνο μέσα στην κρίση του θεσμού 66. Η διαχείριση των ενδιάμεσων αντικαθιστά το θεσμό καθώς το άτομο βρίσκεται μόνο απέναντι στην εξουσία του κράτους 67 ή των επιχειρήσεων.

Όλοι αυτοί οι μετασχηματισμοί μπορούν να συνοψιστούν από την ιδέα του περάσματος από το έθνος-κράτος στο κράτος-δίκτυο.

- Στην πρώτη μορφή, η εξουσία ασκείται κυρίως από τον εθνικό χώρο και την αντίστοιχη ιδεολογία, τον πατριωτισμό, οργανωμένο γύρω από την ιδέα της εθνικής ενότητας. Αυτό δεν εμποδίζει το κράτος να ασκεί την εξουσία αυτή προς τα έξω (αποικιοκρατία, εξαγωγές, ανάπτυξη των πολυεθνικών), αλλά η προοπτική παραμένει εθνική, επομένως βρίσκεται στο επίπεδο 2 της κατάταξης μας.

- Στη δεύτερη μορφή, η εξουσία ασκείται από το επίπεδο 1 σε διασύνδεση με τους μεγάλους εθνικούς παράγοντες, αλλά επίσης και σε σχέση με το επίπεδο 2. Για παράδειγμα, στην οικονομική σφαίρα, το σχήμα του δικτύου επιτρέπει το κράτος να συνεχίσει να διασφαλίζει τις παρεμβάσεις του ως «καπιταλιστή έσχατης ανάγκης» και αυτό, τόσο στο επίπεδο 1 ώστε να μπορεί αυτό να αναδιαρθρωθεί στο εσωτερικό της χώρας (σχέδιο αναχρηματοδότησης των τραπεζών) και προς τις γειτονικές χώρες (η τρέχουσα αναταραχή στα όργανα αποφάσεων της ΕΕ), όσο και στο επίπεδο 2, ώστε να ξανανοίξει τις βαλβίδες που επιτρέπουν άρδευση της εθνικής βιομηχανικής βάσης.

Αυτό που το έθνος-κράτος έχει χάσει με το τέλος της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας, το ανακτά ως κράτος-δίκτυο, από την δύναμη των μεγάλων καταθετικών τραπεζών που συνεχίζει να ελέγχει, παρά επίσημη μετάβασή τους στον ιδιωτικό τομέα. Ένα χαρακτηριστικό άλλωστε της νέας αυτής δικτύωσης στα επίπεδα Ι και ΙΙ, είναι ακριβώς ο ξεπερασμένος χαρακτήρας της αντιπαράθεσης δημόσιου / ιδιωτικού τομέα. Αυτό που είναι δημόσιο μπορεί να γίνει ιδιωτικό (υγεία, εκπαίδευση, έρευνα, η France Telecom, η edf) και ότι είναι ιδιωτικό μπορεί να γίνει δημόσιο, όπως φαίνεται από τις επανεθνικοποίησεις 68 στη Βρετανία και τις ημι-κρατικοποιήσεις ορισμένων τραπεζών στις ΗΠΑ. Θεωρούμε ότι αυτή η έλλειψη διάκρισης σε σχέση με 3 Επίπεδο στο οποίο οι ΜΚΟ έχουν παίξει ακριβώς το ρόλο ενός σύνδεσμου στην ανακαίνιση των παλαιών δικτύων της αποαποικιοποίησης (. η «Françafrique»).

Παρ ’όλα αυτά, αυτή η διαδικασία της ολοποίησης λαμβάνει χώρα στην συνέχεια μιας επανάστασης του κεφαλαίου που βλέπει το τελευταίο να αυτονομείται από την παλαιά κοινωνία της εργασίας. Φαίνεται να γίνεται αδιάφορο για την αναπαραγωγή του συνόλου? Από αυτό που συνήθως και βολικά ονομάζεται «καπιταλιστικό σύστημα.» Η αξιοποίηση διασχίζει όλη την διαδικασία (ενότητα παραγωγής και κυκλοφορίας), χωρίς πλέον αναφορά στο παραγωγικό ή όχι χαρακτήρα και η εργατική δύναμη γίνεται ακόμη ένα εμπόδιο στην αξιοποίηση: είχαμε ήδη τα ρομπότ στις γραμμές συναρμολόγησης, έχουμε τα γκισέ χωρίς υπαλλήλους και θα έχουμε ταχυδρομεία χωρίς ταχυδρόμους, ταμία χωρίς ταμίες. Είναι ο «κοινωνικός δεσμός» της εκμετάλλευσης που διαλύεται και δεν είναι τυχαίο ότι τα θέματα ασφάλειας ξαναγίνονται σημαντικά ενώ δεν υπάρχουν πλέον δηλωμένοι εχθροί ούτε εξωτερικοί ούτε εσωτερικοί 69.

Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι τα δεινά του πλασματικού κεφαλαίου είναι ένα τέλειο παράδειγμα των σχέσεων κυριαρχίας και των παιχνιδιών εξουσίας. Διαδραματίζονται σε ένα ορίζοντα που έχει υπερβεί όλες τις στρατηγικές της τάξης που σχετίζονται με μια οπτική του κόσμου που εξασφαλίζει ένα κάποιο έλεγχο του συνόλου. Είναι το ίδιο το πλασματικό κεφάλαιο, που επιβάλλει τους κανόνες του για την αξιοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο, το ρυθμό του, την ρευστότητά και την βραχυπροθεσμιότητά του.

Η σύλληψη των κερδών γίνεται πιο σημαντική από την οικονομική ανάπτυξη (η οποία δημιουργεί ακόμα ένα μέρος), επειδή οι ​​όροι της σύλληψης δεν συνδέονται όλοι με αυτή την ανάπτυξη, αλλά και με τις δαπάνες επενδύσεων και τις πληρωμές μερισμάτων. Πράγματι, αυτή η σύλληψη δεν συμβαίνει στο μικροοικονομικό επίπεδο των επιχειρήσεων, αλλά στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών, όπου εκείνοι που αντλούν το εισόδημά τους από το κεφάλαιο, θα πρέπει να καταναλώνουν χωρίς άμεση συμβολή στην παραγωγή. Είναι αυτή η κατανάλωση που έχει παραδοσιακά θεωρηθεί ως αντιπαραγωγική, αλλά που δεν μπορεί να είναι σήμερα όπου γίνεται όλο και πιο δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ παραγωγικής κατανάλωσης και μη παραγωγικής κατανάλωσης. Επιπλέον, αυτό το εισόδημα μπορεί να συνδεθεί με προκαταβολές χρημάτων των τραπεζών που αλλάζουν ριζικά τις απαιτήσεις φερεγγυότητας, εξ ου και η σημασία που λαμβάνει η πλασματικοποίηση. Αυτή η κατάσταση συμβαίνει στο επίπεδο της ιεραρχίας των κρατικών εξουσιών με το παράδειγμα της τεράστιας σύλληψης από τις ΗΠΑ του πλούτου που παράγεται σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο κλασικός επιχειρηματίας του Σούμπετερ δεν μπορεί να πάρει επομένως το μονοπάτι του «στοιχήματος» που είναι η απόφαση για την επένδυση, είναι το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, οι εταιρίες συμμετοχών που έχουν αναλάβει. Η παραγωγική δραστηριότητα υπόκειται πλέον στις απαιτήσεις της παγκόσμιας αξιοποίησης του κεφαλαίου, απαιτήσεις οι οποίες ορίζονται από τους όρους της «καλής διακυβέρνησης». Η διαφάνεια είναι η λέξη κλειδί στο βαθμό που ο επιχειρηματικός κίνδυνος θα πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια 70.Δεν είναι πλέον ο κλασσικός επιχειρηματίας, ο οποίος αναλαμβάνει τον κίνδυνο, αλλά εξειδικευμένες εταιρείες, οι «εταιρείες κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου», οι οποίες εκτιμούν τις ευκαιρίες για κέρδος.

Η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας και γενικότερα η παγκοσμιοποίηση εξυπηρετούν έτσι ως εγερτήριο σάλπισμα ενάντια στην προηγούμενη πολιτική εξουσία των μάνατζερ. Αλλά η αντίφαση μετατίθεται στο επίπεδο της συνολικής αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων. Η αντίφαση ανάμεσα στην αξιοποίηση και την εξουσία είναι εκρηκτική γιατί η παγκοσμιοποίηση και η αναδιάρθρωση που την συνοδεύει γίνονται χωρίς πραγματική λειτουργία ρύθμισης. Οι κανόνες της «καλής διακυβέρνησης» δεν έχουν στην πραγματικότητα τις ίδιες αρετές με εκείνους του παλαιού τρόπου ρύθμισης του φορντισμού. Από τη μία πλευρά, το κεφάλαιο φαίνεται να ανατρέπει παντού την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων (η «άγρια» πλευρά του νεοφιλελευθερισμού) με την πλασματικοποίηση και την εικονικοποίηση των λειτουργιών, αλλά από την άλλη, το παράδειγμα της Ρωσίας και ορισμένων αφρικανικών χωρών πλούσιων σε προσόδους, δείχνει ότι το κεφάλαιο, χωρίς την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, σε ένα εθνικό έδαφος, σε κάθε περίπτωση, είναι το εκρηκτικότερο πράγμα (μαφία και το ξέπλυμα χρήματος, λεηλασία των φυσικών πόρων και εθνικοί πόλεμοι). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μιλάμε, στο κείμενο για την κρίση για την «χαοτική πορεία της επανάστασης του κεφαλαίου». Συνιστά η μορφή του κράτους-δικτύου ένα συμβιβασμό (κινούμενο, προσωρινό και εύθραυστο) για την εικονικοποίηση / πλασματικοποίηση; Με κάθε λογικό ρίσκο, όχι, επειδή ένα δίκτυο δεν κρυσταλλώνει, δεν συσσωματώνει δυνάμεις και ρεύματα, αλλά τροφοδοτεί εξουσίες και τις ισχύς. Επομένως; Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί διαλεκτικά η έννοια του κράτους-δικτύου δείχνοντας σε ποιές καταστάσεις κρίσης (Γαλλία; Γερμανία; Ιαπωνία;) έθνος-κράτος και κράτος-δίκτυο συνδυάζονται σε μια διαμόρφωση προσωρινή και ασταθή. Ένα είδος ανοιχτού νεο-κράτους το οποίο παρεμβαίνει μέσω μικτών οργάνων (μίγμα μεταξύ διοίκησης και διαχείρισης και όχι μεταξύ «ιδιωτικού» και «δημοσίου»), όπως είναι οι οργανισμοί, οι αποστολές, οι πολιτικές και επικοινωνιακές λειτουργίες, οι προσωπικότητες, οι στοχευμένες συμμαχίες (με τα συνδικάτα, τις ενώσεις, τις μκο, τα ιδρύματα), οι εταιρείες και οι επιχειρήσεις «πολιτών», κλπ..

Ο καπιταλισμός που ελέγχει το κεφάλαιο δεν μπορεί σήμερα παρά να είναι μια χίμαιρα (αυτό που επιδιώκουν οι νεο-σοσιαλδημοκράτες και οι νεο-σοσιαλιστές όλων των αποχρώσεων), χίμαιρα μιας νέας παγκόσμιας τάξης που διαφεύγει πάντα, καθώς στο επίπεδο 1, η οργάνωση σε δίκτυο περιορίζει κάθε σταθερή ιεράρχιση μεταξύ των διαφόρων συνιστωσών.

 

Στην ίδια ενότητα